Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνισμός [aγnizmós] ο, (L)
- cleansing, purification (syn εξαγνισμός, καθαρμός):
- α, πόσο το λατρεύω το μοναδικό τούτο δαιμόνιο, που έρχεται να μου ανοίξη τη θύρα των αγνισμών! (Panagiotop) |
- κρήνη των αγνισμών (AG) (Penteas) |
- τότε μπορεί... ο Kύριος... να τον υψώση σε αγνισμό (Tatakis).
- cleansing, purification (syn εξαγνισμός, καθαρμός):