Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνεία [aγnía] η,
- ① purity, chastity (syn αγνότητα):
- η ~ μου εξακολουθούσε (Xenop) |
- κρατιούνται για πολύν καιρό σ' εγκράτεια και σε ~ (id.) |
- ο χριστιανισμός εκήρυξε την προέχουσα σημασία της αγνείας (Panagiotop) |
- απομονούται σε οραματικό φως, σε κόσμους αγνείας, όπου η γυναίκα εξιδανικεύεται (Peranthis) |
- poem χορεύω τώρα της αγνείας μου το χορό (Sikel) |
- ω ~ του Iππολύτου, | οπού ετρόμαζες τη σάρκα (id.)
- ② abstinence fr sexual intercourse by unmarried girls, virginity (syn αγνότητα 2, παρθενία):
- αγνείας πείρα (L) the religious testing of the virginity of unmarried women and of the chastity of married women among Babylonians and Jews |
- poem... κ' η μοίρα ανοιχτομάτα | αγνείας πείρα μου ετοίμασε σαν τότε (Prevelakis)
- ⓐ celibacy:
- ο πόθος αγνείας, πόθος καθαρά πνευματικός, τον έφερε νωρίτατα στον Άθω να καλογερέψη (Melas)
[fr AG & K ἁγνεία]
- ① purity, chastity (syn αγνότητα):