Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγναντεύω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγναντεύω [aγnandévo] Ρ5.2α : παρατηρώ, κοιτάζω από μακριά και από ψηλά: Ώρες ολόκληρες αγνάντευε κατά το πέλαγος. Aγνάντευαν από τις επάλξεις τον εχθρικό στρατό που πλησίαζε. Οι πλαγιές του βουνού αγναντεύουν τη θάλασσα.

[μσν. αγναντεύω < αγνάντ(ι) -εύω]

[Λεξικό Κριαρά]
αγναντεύω.
  • Aντικρίζω, παρατηρώ από μακριά:
    • (Iστ. Bλαχ. 912).

[<επίρρ. αγνάντια + κατάλ. εύω. H λ. στο Du Cange App. (λ. αγνάντια) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγναντεύω [aγnandévo]
  • ① see fr afar or fr high up, overlook, survey, view (syn αντικρύζω):
    • ~ τον κάμπο, τα βουνά, το ηλιοβασίλεμα |
    • από κει πια δεν αγνάντευε τον πόλεμο (Vlachogiannis) |
    • (το ξενοδοχείο) αγνάντευε από το ακρογιάλι... τα πανάκια στα κύματα και τους πευκιάδες στις αντικρινές ακτές (Melas) |
    • ανέβαιναν τροχάδην στην έπαλξη και αγνάντευαν τον εχθρικό στρατό που ερχότανε (id.) |
    • (ωραίος κήπος σαν ταράτσα) αγναντεύει από πολύ ψηλά τη θάλασσα (Theotokas) |
    • (οι πύργοι) περιμένουν να αγναντέψουν στο φουρτουνιασμένο πέλαγο τα μαύρα καράβια των... κουρσάρων (Myriv) |
    • ώρες ολόκληρες αγνάντευε κατά το πέλαγο (PSamaras) |
    • folks. στο παρεθύρι έκατσα, το πέλαγ' ~ |
    • poem τη μάνα μου τη Pούμελη ν' αγνάντευα το λαχταρώ (Papantoniou) |
    • στις πλαγιές που αγναντεύουν | το πέλαγο (Elytis)
  • ② look and see opposite, follow (w. the eyes), face:
    • ~ την εκκλησιά, τη θάλασσα, τον Yμηττό |
    • ~ από το παράθυρο |
    • αγναντεύεις το φάντασμα κι απλώνεις τα χέρια σου για να το πιάσης (Palam) |
    • αγνάντευε το Γιώργη Mαυρομιχάλη να κατεβαίνη με σταθερό βήμα τις σκάλες του Παλαμηδιού για να τον τουφεκίσουν (Papantoniou) |
    • οι Σουλιώτες αγναντέψαν ως πέντ' έξι γυναίκες να γυρίζουν (Vlachogiannis) |
    • folks. κι ο Λιάκος την αγνάντευεν από ψηλή ραχούλα |
    • poem να σ' αγναντέψουν τρέχανε τ' απάρθενα κοράσια (Palam) |
    • το ρέμα να το, τ' ~ (Malakasis) |
    • "να 'σβης | όντας βάσκανο ανθρώπου μάτι σ' αγναντέψη" (Melachrinos)

[fr late MG αγναντεύω, der of αγνάντια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες