Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγνάντιο το [aγnándjo] Ο39 & αγνάντι το [aγnándi] Ο44 : (λογοτ.) χώρος, τόπος, απ΄ όπου μπορεί κανείς ν΄ αγναντεύει· αγνάντεμα, ξάγναντο: Bγήκα ψηλά στ΄ ~, για να δω.
[ουδ. του *αγνάντιος < αρχ. ἐναντίος `ο απέναντι΄ με επίδρ. του αγνάντια (δες λ.)· αγνάντι: κατά το αγνάντια - αγνάντι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνάντιο [aγnándio] το, region.
- ① place fr which one has a good view (syn ξάγναντο):
- βγήκα ψηλά στο ~ να ιδώ |
- folks. κ' έβγα στ' ~ να σε ιδώ, δυο λόγια να σου κρίνω |
- στ' ~ βγήκε κ' έκατσε σ' ένα ψηλό λιθάρι
- ② place open to view (syn αγναντερό μέρος, L περίοπτη θέση):
- κάθομαι στ' ~
[substantiv. n of αγνάντιος]
- ① place fr which one has a good view (syn ξάγναντο):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγνάντιος, -α, -ο [aγnándios] region.
- vis-à-vis, opposite, facing (syn αντικρινός, αγναντερός):
- το αγνάντιο μέρος
[fr ενάντιος w. influence of αγνάντια]
- vis-à-vis, opposite, facing (syn αντικρινός, αγναντερός):