Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγνάντι s. αγνάντια.
- αγνάντια [aγnándja] & αγνάντι [aγnándi] επίρρ. : (λαϊκότρ., λογοτ.) απέναντι, αντίκρυ: Ξαπλωμένος ~ στον ήλιο. Aγνάντι στην πόρτα ήταν κρεμασμένος ένας καθρέφτης.
[αρχ. φρ. τά ἐναντία `τα απέναντι΄ > μσν. τα ενάντια (επίθημα -ίος > -ιος) > *ταϊνάντια (διφθογγοπ. για αποφυγή της χασμ.) > ταγνάντια ( [ι > γ] με συμφωνοποίηση του ημιφ;)· αγνάντι: κατά τον εν. *το ενάντι]
- αγνάντια, επίρρ.· αγνάδια· ανάδια· ανάντια· ενάντια· εναντία.
-
- 1)
- α) Aπέναντι, αντίκρυ:
- Aνάδια μου, να σε θωρώ (Θυσ. 913· Xρον. Tόκκων 2535)·
- β) απευθείας, καταπρόσωπο:
- τον ήλιο δεν θέλοσιν να τον ιδούν αγνάντια (Γκίνου, Στ. 16).
- α) Aπέναντι, αντίκρυ:
- 2) Eναντίον, με εχθρική διάθεση:
- οι Tούρκοι μίαν κοπανιάν ενάντιά του ρίξαν (Aχέλ. 753)·
- μικρόν καστέλλι σαν αυτό να στέκει ενάντιά τους (Aχέλ. 762).
[<αρχ. επίθ. εναντία. H λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
- αγνάντια [aγnándja] adv, region. & lit (& τ' αγνάντια & αγνάντι & αγνάντιο)
- ① vis-à-vis, in front of, opposite (also w. από, σε) (syn αντίκρυ, απέναντι):
- η Aκρόπολη, η θάλασσα είναι ~ μας |
- κάθομαι ~ σου |
- στεκόμαστε αγνάντι |
- ξαπλωμένος ~ στον ήλιο |
- μένει ~ στο σπίτι μου he lives across fr my house |
- βλέπομε από ~ στην Πάτρα φωτιά πολλή (Makryg) |
- θα τον ζωγράφιζα όχι νέο, μα με τη νιότη ~ του που είναι η ποίηση (Palam) |
- ~ στους μαυρισμένους πύργους της Nοτρ Nταμ (Melas) |
- φτάνουν ~τους εννιακόσιοι άντρες... αρχίζουν αμέσως λυσσαλέοι αγώνες (Fteris) |
- ένας... κατρέφτης... αγνάντι στην πόρτα (Vlami) |
- η... σάλα κι αγνάντι της η τραπεζαρία (id.) |
- folks. αν μ' αγαπάς κι αν με πονής, έβγα τ' ~ να με δγης |
- βγαίνει στα Πέντ' αλώνια, αγνάντιο στο χωριό |
- poem ~ του με φρίκη | ξανοίγει τ' άπονα θεριά κλ (Markoras) |
- ~ του κοιτώντας | τον ήλιο στο βουνό (Karyotakis) |
- ο οχτρός μου στέκει ~ μου (Skipis)
- ② in opposition to, against (syn εναντίον):
- (είχε) κινήσει μιαν ανταρσία μαζί με τους γενίτσαρους ~ στο Σουλτάνο (Prevelakis) [fr late MG αγνάντια ← [taγnándja] (cf form τ' αγνάντια) ←[tajnándja] ←
[taenándia] (late MG ενάντια) ← τα εναντία (also MG εναντία)]
- ① vis-à-vis, in front of, opposite (also w. από, σε) (syn αντίκρυ, απέναντι):
- αγναντιάζω· αγναδιάζω.
-
- Παρατηρώ από απέναντι:
- (Λεηλ. Παροικ. 207).
[<επίρρ. αγνάντια + κατάλ. ‑άζω. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Παρατηρώ από απέναντι:
- αγναντιάζω [aγnandjázo] region. (& αναντιάζω)
- ① look directly at, face (syn in αγναντεύω):
- τον δημιουργώ (sc τον Oδυσσέα) ν' αναντιάζη με γαλήνη την άβυσσο (Kazantz) |
- folks. στη βρύση που σ' αγνάντιασα πήγα να ξεδιψάσω
- ⓐ intr appear afar (syn φαίνομαι αγνάντια, απαγνάντια):
- το βαπόρι αγνάντιασε |
- folks. πάνου σε κείνη τη στιγμή | ν' αγνάντιασαν κ' επρόφτασαν | τα παλληκάρια τ' Aλμυρού (Mani)
- ② look at, see:
- μ' αγνάντιασε he saw me
[fr late MG αγναντιάζω, der of αγνάντια & ανάντια]
- ① look directly at, face (syn in αγναντεύω):
- αγναντίζω [aγnandízo] region. (& αγναντώ)
- ① look at, face (syn in αγναντεύω)
- ⓐ intr appear (afar)
- ② see:
- αγναντώ τα πρόβατα |
- folks. Σαρακηνός την αγναντά από ψηλή ραχούλα
[der of αγνάντι: s. αγνάντια]
- αγνάντιο το [aγnándjo] Ο39 & αγνάντι το [aγnándi] Ο44 : (λογοτ.) χώρος, τόπος, απ΄ όπου μπορεί κανείς ν΄ αγναντεύει· αγνάντεμα, ξάγναντο: Bγήκα ψηλά στ΄ ~, για να δω.
[ουδ. του *αγνάντιος < αρχ. ἐναντίος `ο απέναντι΄ με επίδρ. του αγνάντια (δες λ.)· αγνάντι: κατά το αγνάντια - αγνάντι]
- αγνάντιο [aγnándio] το, region.
- ① place fr which one has a good view (syn ξάγναντο):
- βγήκα ψηλά στο ~ να ιδώ |
- folks. κ' έβγα στ' ~ να σε ιδώ, δυο λόγια να σου κρίνω |
- στ' ~ βγήκε κ' έκατσε σ' ένα ψηλό λιθάρι
- ② place open to view (syn αγναντερό μέρος, L περίοπτη θέση):
- κάθομαι στ' ~
[substantiv. n of αγνάντιος]
- ① place fr which one has a good view (syn ξάγναντο):
- αγνάντιος, -α, -ο [aγnándios] region.
- vis-à-vis, opposite, facing (syn αντικρινός, αγναντερός):
- το αγνάντιο μέρος
[fr ενάντιος w. influence of αγνάντια]
- vis-à-vis, opposite, facing (syn αντικρινός, αγναντερός):