Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγνάντεμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγνάντεμα το [aγnándema] Ο49 : (λογοτ.) 1. η ενέργεια του αγναντεύω, η παρατήρηση, το κοίταγμα ιδίως από ψηλά και μακριά: Zαλίστηκε απ΄ το ~ των άστρων. 2. τόπος απ΄ όπου μπορεί κανείς ν΄ αγναντεύει· αγνάντιο, ξάγναντο: Έβγα στο ~, να δεις αν έρχονται.

[αγναντεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγνάντεμα [aγnándema] το,
  • ① watching, looking at or in the face, viewing, look:
    • τ' ~ που έκανε μέσ' από τη γωνιά του στην ακρογιαλιά (Palam) |
    • πρώτο και τελευταίο ~ της ματιάς τους... στέλνουν στην Oδηγήτρα (ATarsouli) |
    • μια ζάλη... ίσως να 'τανε ο ίλιγγος απ' τ' ~ των άστρων (KPolitis) |
    • δε χαμηλοβλέπουν πια οι κοπέλες μήτε κοκκινίζουν στο ~ ή στα λόγια του άντρα (Sfakianakis) |
    • poem του αθάνατου και του θνητού χαρά το αγνάντεμά σου (Palam)
  • ⓐ view, sight:
    • καθώς θα έχυνε μπροστά στο ωραίο εκείνο ~ το τραγούδι του... ένας άλλος ποιητής (Palam) |
    • poem γυναίκα, και τι ~ (Proestop)
  • ② overlooking, towering spot, lookout (syn αγναντερό μέρος, αγνάντιο 2, ξάγναντο):
    • έβγα στ' ~ να ιδής αν έρχονται |
    • κ' η... γυναίκα οδηγώντας τον... σε κρυψώνες κι αγναντέματα του 'λεγε (Papantoniou)

[der of αγναντεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες