Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγνά
26 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
αγνά τα.
  • Mαλάκια:
    • (Διήγ. παιδ. 133).

[<ουδ. του αρχ. επιθ. αγανός (Κριαρ.) στον πληθ. ως ουσ. T. αγανά το 16. αι. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. αγνός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγνά1 [aγná] τα, region.
  • molluscs (syn αγνικά, L μαλάκια, μαλακόδερμα)

[n pl of adj αγ-νός, form parallel to AG ἀγ-ανός; cf στεγ-νός beside στεγ-ανός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγνά2 [aγná] adv
  • purely, chastely:
    • ζη ~ |
    • (ένας ταπεινός ποιητής) τραγούδησε ~ το τραγούδι του (Palam) |
    • έφυγα από το σχολείο πληγωμένος γλυκά και ~, όπως μας πληγώνουν τα βέλη του Έρωτα... στην πρώτη μας νιότη (Xenop) |
    • κάθε ~ λογικός στοχασμός... είναι σαφής (Papanoutsos) |
    • (πράξεις) ~ και γνήσια ηθικές (id.) |
    • ζωγραφικότερος, αγνότερα καλλιτεχνικός και πιο αξιόλογος... είναι ο εξπρεσιονισμός των Φλαμανδών και Oλλανδών (id.) |
    • του χαμογέλασε ανυπόκριτα, ~ (Terzakis) |
    • ζη και κινείται υπό ήλιον ~ ελληνικό και απάνω σε γη ~ Eλληνίδα (Papatsonis) |
    • σκεπτόσουν ~ και τίμια (TAthanasiadis) |
    • poem της άχραντης ~ ομορφιάς Σου | λατρευτής (Palam) |
    • αχ! έτσι αθώα κ' έτσι απλά κι ~ την είχε ψάλει (sc τη ζωή) (Porphyras)

[der of αγνός]

[Λεξικό Κριαρά]
αγνάδια, επίρρ.,
βλ. αγνάντια.
[Λεξικό Κριαρά]
αγναδιάζω,
βλ. αγναντιάζω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άγναθος -η -ο [áγnaθos] Ε5 : (ιατρ.) που του λείπει το κάτω σαγόνι εξαιτίας κυρίως τερατολογικής διάπλασης.

[λόγ. < αγγλ. agnathous < a- = α- 1 + αρχ. γνάθ(ος) -ous = -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγνάντεμα το [aγnándema] Ο49 : (λογοτ.) 1. η ενέργεια του αγναντεύω, η παρατήρηση, το κοίταγμα ιδίως από ψηλά και μακριά: Zαλίστηκε απ΄ το ~ των άστρων. 2. τόπος απ΄ όπου μπορεί κανείς ν΄ αγναντεύει· αγνάντιο, ξάγναντο: Έβγα στο ~, να δεις αν έρχονται.

[αγναντεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγνάντεμα [aγnándema] το,
  • ① watching, looking at or in the face, viewing, look:
    • τ' ~ που έκανε μέσ' από τη γωνιά του στην ακρογιαλιά (Palam) |
    • πρώτο και τελευταίο ~ της ματιάς τους... στέλνουν στην Oδηγήτρα (ATarsouli) |
    • μια ζάλη... ίσως να 'τανε ο ίλιγγος απ' τ' ~ των άστρων (KPolitis) |
    • δε χαμηλοβλέπουν πια οι κοπέλες μήτε κοκκινίζουν στο ~ ή στα λόγια του άντρα (Sfakianakis) |
    • poem του αθάνατου και του θνητού χαρά το αγνάντεμά σου (Palam)
  • ⓐ view, sight:
    • καθώς θα έχυνε μπροστά στο ωραίο εκείνο ~ το τραγούδι του... ένας άλλος ποιητής (Palam) |
    • poem γυναίκα, και τι ~ (Proestop)
  • ② overlooking, towering spot, lookout (syn αγναντερό μέρος, αγνάντιο 2, ξάγναντο):
    • έβγα στ' ~ να ιδής αν έρχονται |
    • κ' η... γυναίκα οδηγώντας τον... σε κρυψώνες κι αγναντέματα του 'λεγε (Papantoniou)

[der of αγναντεύω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγναντερά [aγnanderá] adv
  • opposite folks. νά 'βγω αγνάντι' ~ εις του παπά το σπίτι.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγναντερός, -ή, -ό [aγnanderós]
  • high and open to view (syn L περίοπτος):
    • αγναντερό χωριό, αγναντερό μέρος, ~ τόπος |
    • poem σηκώνει στα καπούλια το βιαστή | να φτάση της γυναίκας τα πετρένια στήθη αγναντερά (Sikel)

[der of αγνάντια]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες