Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγλαΐζω [aγlaízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κοσμώ, λαμπρύνω: Mια γλυκιά ανταύγεια αγλάιζε τη γη. Bαθαίνει η πίστη τους και αγλαΐζεται η ορθοδοξία. Πόλεις αγλαϊσμένες από την τέχνη και την ιστορία.
[λόγ. < αρχ. ἀγλαΐζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγλαΐζω· ’γλαΐζω.
-
- Α´ (Mτβ.) στολίζω, λαμπρύνω:
- (Διγ. Gr. 1796, 2344).
- Β´ (Aμτβ.) λάμπω:
- ρούχον χρυσόν, … ήλιον αγλαΐζοντα (Φλώρ. 117)·
- ’γλαΐζον κρίνον (Φλώρ. 1582).
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = λαμπρός:
- (Aχιλλ. N 326).
[αρχ. αγλαΐζω]
- Α´ (Mτβ.) στολίζω, λαμπρύνω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγλαΐζω [aγlaízo] ppp αγλαϊσμένος (L)
- adorn, embellish, grace, beautify (syn εξωραΐζω, λαμπρύνω):
- το πρόσωπό του το αγλαΐζει η λάμψη του Παναγίου Tάφου (Vacalop) |
- βαθαίνει η πίστη τους και αγλαΐζεται η ορθοδοξία (id.) |
- (ο υπουργός) δεν έπαυσε να αγλαΐζη το κοινοβούλιο (Palaiologos) |
- poem το πρόσωπό του είχε αγλαϊστή | από τον ήλιο και τη μουσική (Christianop)
[fr MG ← AG ἀγλαΐζω 'make splendid']
- adorn, embellish, grace, beautify (syn εξωραΐζω, λαμπρύνω):