Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγλέουρας ο [aγléuras] Ο5 : είδος δηλητηριώδους φυτού. ΦΡ τρώω τον αγλέουρα, πάρα πολύ· ΣYN ΦΡ τρώω τον περίδρομο· (πρβ. αβλέμοναςβ). που να βγάλεις τον αγλέουρα!, σκάσε.
[αρχ. ἑλλέβορος > *ελέβουρος ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [r] ) > *αλέβουρος (τροπή [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-el > enal > en-al] ) > *αλέουρος (με αποβ. του μεσοφ. [v] ) και μεταπλ. -ος > -ας (ανάπτ. [γ] ;)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγλέουρας [aγléuras] ο, (& αγγλέουρας) region. & bot
- a kind of spurge, Euphorbia biglandulosa (syn γαλατσίδα):
- curse να βγάλης τον αγλέουρα! (syn σκάσε!) |
- idiom phr κατεβάζει τον αγλέουρα he eats excessively (syn τρώει τον περίδρομο)
[fr AG ἐλλέβορος 'hellebore']
- a kind of spurge, Euphorbia biglandulosa (syn γαλατσίδα):