Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγλάισμα το [aγláizma] Ο49 : (λόγ.) αυτό που κοσμεί, που λαμπρύνει κτ.
[λόγ. < αρχ. ἀγλάϊσμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγλάισμα [aγláizma] το, (L)
- embellishment, adornment (syn κόσμημα, στολίδι):
- ο καθηγητής αυτός είναι το ~ του πανεπιστημίου του |
- ο μητροπολίτης είναι το ~ της εκκλησίας
- ⓐ glory, pride, honor (syn καύχημα, τιμή):
- το τόσο ανοιχτό ριπίδι του περιηγητισμού σ' εκείνα τα χρόνια... είναι από τα πιο ωραία αγλαΐσματα της επιστήμης μας (Dimaras) |
- η "ως αληθώς γη" με τη διαμαντόφεγγη ατμόσφαιρα του αιθέρα συμβολίζει το νοητό ~ της ιδέας (Theodorakop)
[fr AG ἀγλάισμα 'ornament; honor']
- embellishment, adornment (syn κόσμημα, στολίδι):