Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκύλωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκύλωση η [angílosi] Ο33 : (ιατρ.) ακαμψία άρθρωσης εξαιτίας πάθησης, συνένωση οστών που θα έπρεπε να είναι ξεχωριστά: Tο μονοκόμματο από την ~ κορμί του. || (μτφ.): H δραματική συμπύκνωση του έργου καταλήγει σε ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀγκύλω(σις) `δέσιμο της γλώσσας΄ -ση (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκύλωση [aŋɟílosi] η, (& L αγκύλωσις) med
  • stiffening of joints, ankylosis (syn πιάσιμο):
    • από... παιδί είχα ~ στον αγκώνα (Xenop) |
    • με το μονοκόμματο απ' την ~ σαν αγκωνάρι κορμί του (Plaskovitis)
  • ⓐ fig stiffness, inflexibility, rigidity (syn ακαμψία):
    • η τέλεια δραματική συμπύκνωση... είχε ωστόσο καταλήξει στην ακαμψία, την ~ (Terzakis)

[fr AG ἀγκύλωσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες