Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκύλος -η -ο [angílos] Ε3 : (λόγ.) αγκυλωτός.
[λόγ. < αρχ. ἀγκύλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκύλος, -η, -ο [aŋɟílos] (L)
- curved, crooked (syn καμπύλος, κυρτός)
[fr AG ἀγκύλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκυλοστομίαση [aŋɟilostomíasi] η, med
- hookworm disease, ancylostomiasis
[der of αγκυλόστομον w. suff -ίασις]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκυλόστομο [aŋɟilóstomo] το, med
- hookworm.