Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκύλι το [angíli] Ο44 : (λογοτ.) 1. αγκάθι, κεντρί, αγκίδα: Mου μπήκε ένα ~ στο δάχτυλο. Aγκύλια φαρμακερά. 2. (μτφ.) διαβολή, αφορμή για καβγάδες: Bάζει αγκύλια, για να μαλώσουμε.
[ελνστ. ἀγκύλιον υποκορ. του αρχ. ἀγκύλη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκύλι [aŋɟíli] το,
- ① sth sharp and hooked or thorny, barb (syn αγκίδι):
- μου μπήκε ένα ~ στο δάχτυλο, στο πόδι |
- χτυπάν άσκημα και τ' αγκύλια τους είναι φαρμακερά (Myriv) |
- poem τ' άσπρο το γένι, το αγανό, | σαν τα κοτσάνια απ' το σανό, | γλυκά κοτσάνια, με τ' αγκύλια | που μ' αγκυλώνουνε τα χείλια (Agras)
- ② fig cause of quarrels, intrigue, biting remark, scandalizing (syn ραδιουργία, σκάνδαλο):
- βάζει αγκύλια για να μαλώσουμε (syn βάζει λόγια) |
- poem τα λόγια που υμνωδεί η ηχώ των θόλων τα νοθεύει | κι ο Πειρασμός στ' αγκύλια του την παίρνει για ν' ανέβη (Velmyras)
[fr K ἀγκύλιον 'hook']
- ① sth sharp and hooked or thorny, barb (syn αγκίδι):