Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκύλη η [angíli] Ο30 (συνήθ. πληθ.) : α.τυπογραφικό σημείο που περικλείει παρενθετικά τμήμα του λόγου ( [ ] ). || (μαθημ.) σύμβολο που χρησιμοποιείται σε αλγεβρικές παραστάσεις, όταν έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί οι παρενθέσεις, για αποφυγή παρερμηνείας. || (φιλολ.) σύμβολο που χρησιμοποιείται στο κριτικό υπόμνημα κριτικής έκδοσης κειμένου, για να παρατεθούν διαφορετικές γραφές των χειρογράφων και στο κείμενο της κριτικής έκδοσης, όταν προτείνεται διαγραφή. || σύμβολο που χρησιμοποιείται στην επιγραφική και στην παπυρολογία, για να δηλωθεί χάσμα του κειμένου. β. Γωνιώδεις αγκύλες, τυπογραφικό σημείο (< >). || (φιλολ.) σύμβολο που χρησιμοποιείται στο κείμενο κριτικής έκδοσης, για να δηλώσει προσθήκες φιλολόγων.
[λόγ. < αρχ. ἀγκύλη `γαμψό εργαλείο, θηλιά΄ σημδ. γαλλ. crochet]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκύλη [aŋɟíli] η, punctuation
- bracket, esp square or angle bracket:
- μέσα σε αγκύλες (L εντός αγκυλών) in square brackets
[fr AG ἀγκύλη]
- bracket, esp square or angle bracket: