Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκωνή η.
-
- Γωνιά, άκρη:
- Για να μαζώξουν όλο το Iσραέλ από τες αγκωνές του κόσμου (Εβρ. ελεγ. 170).
[<συμφ. ουσ. αγκώνας + γωνία. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Γωνιά, άκρη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκωνή [aŋgoní] η,
- ① (exterior) corner of a building:
- στάθηκα στην ~ του σπιτιού
- ⓐ (interior) corner:
- η ~ του σπιτιού, του χωραφιού |
- τον έβαλε στην ~ (for punishment) |
- idiom phr είναι κουτός κι όλο στην ~ τον έχουνε they set him aside (syn τον παραμερίζουν) |
- (το κορίτσι) το είχε πάρει ο ύπνος σε μια ~ της εκκλησιάς (Loukatos)
- ⓑ chimney corner:
- o παππούς κάθεται στην ~ |
- idiom phr κάτσε στην ~ σου και μη μιλάς don't interfere (syn μην ανακατεύεσαι)
- ② angular projection of an object, corner:
- η ~ του τραπεζιού
- ⓒ heel, of bread (syn γωνία):
- η ~ του ψωμιού |
- κόψε μου ψωμί, θέλω ~ |
- μου αρέσει η ~ της φραντζόλας
- ③ bend, turn (of road etc), corner:
- στην ~ του δρόμου at the street corner (syn γωνία) |
- είχε το μαγαζί του στην ~ του δρόμου μας (Myriv) |
- poem πόχει καρτέρι κι ο φονιάς στην ~ του δρόμου (Gryparis)
[fr late MG αγκωνή, this a late K form after κόγχη 'niche, apse' beside ἀγκωνία, which is der of AG ἀγκών m 'elbow, bend etc']
- ① (exterior) corner of a building: