Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκυροβόληση [aŋɟirovólisi] η,
- anchoring (syn αγκυροβόλημα):
- η ~ των πλοίων απ' έξω είναι επικίνδυνη
[der of αγκυροβολώ]
- anchoring (syn αγκυροβόλημα):