Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκυροβόλημα το [angirovólima] Ο49 : η ενέργεια του αγκυροβολώ.
[λόγ. αγκυροβολη- (αγκυροβολώ) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκυροβόλημα [aŋɟirovólima] το, naut
- anchoring, mooring (syn αγκυροβόληση, φουντάρισμα) .