Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκυροβολώ [angirovoló] Ρ10.9α : ρίχνω άγκυρα για να σταθεροποιήσω το πλοίο σε μια θέση· αράζω, φουντάρω (άγκυρα): Tο βαπόρι αγκυροβόλησε στ΄ ανοιχτά. Aγκυροβολημένα πλοία στο λιμάνι.
[λόγ. < αρχ. ἀγκυροβολῶ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκυροβολώ [aŋɟirovoló] (L)
- ① naut cast anchor, to anchor (syn φουντάρω άγκυρα, αράζω, προσορμίζομαι):
- το βαπόρι αγκυροβόλησε |
- ο άνθρωπος χωρίς σπίτι... είναι... σαν το πλοίο που... δεν έχει πού ν' αγκυροβολήση (Papanoutsos)
- ② attach, fix, anchor:
- κάθε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα... εξακολουθεί να είναι αγκυροβολημένο... στην εποχή που το είδε να γεννιέται (id.) |
- (μια θεωρία) αναγκάζεται ν' αγκυροβολήση σ' ένα μεταφυσικό δόγμα μη υποκείμενο στη βάσανο των λογικών αποδείξεων (id.)
[fr AG ἀγκυροβολῶ]
- ① naut cast anchor, to anchor (syn φουντάρω άγκυρα, αράζω, προσορμίζομαι):