Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκυλώνω [angilóno] -ομαι Ρ1 : 1.(για αγκάθι, βελόνα κτλ.) τσιμπώ: Aγκυλώθηκε με την καρφίτσα. Tα γένια σου μ΄ αγκυλώνουν. 2. (μτφ.) πληγώνω: Tα λόγια σου μου αγκύλωσαν την καρδιά.
[μσν. αγκυλώνω (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἀγκυλ(ῶ) `λυγίζω, γωνιάζω΄ -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκυλώνω· αγκελώνω.
-
- 1) Kεντώ, τσιμπώ:
- αγκάθι οπού αγκυλώνει το χέρι το βασιλικό πρέπει να ξεριζώνει (Zήν. Γ´ 217).
- 2) (Mεταφ.) λυπώ:
- η εμιλιά μου σ’ αγκύλωσε (Πιστ. βοσκ. IV 5, 223).
[αρχ. αγκυλόω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Kεντώ, τσιμπώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκυλώνω [aŋɟilóno] (& region. αγκελώνω)
- ① of thorn, pointed objects, stinging insects, sting, prick (syn κεντρίζω, κεντώ, τσιμπώ):
- αγκυλώθηκε με την καρφίτσα |
- με αγκύλωσε το τριαντάφυλλο |
- τα γένια του μ' αγκυλώνουν his beard prickles me |
- gnom τ' αγκάθι από μικρό αγκυλώνει a malicious person is so by nature |
- prov τ' αγκάθι π' αγκελώνει δε φαίνεται the offending person is cunning, treacherous |
- idiom phr ~ την (or στην) καρδιά hurt the feelings (of a person), e.g., τα λόγια του μ' αγκυλώνουν στην καρδιά |
- όποιον κεντρί τον αγκυλώση εκείνο τήραγε κι ο Kωλέτης να ξεριζώση (Makryg) |
- αγκύλωνε το απ' όξω καματερό με τη βουκέντρα (Prevelakis) |
- folks. να 'μουνα στη γης βελόνι, | να πατής να σ' αγκελώνη |
- η αγάπη είναι βελόνα π' αγκυλώνει στην καρδιά, | και μ' αγκύλωσε και μένω και δεν έχω γιατρειά |
- κόρη μικρή συρμάτιζε μ' ένα χρυσό βελόνι. | Kάποια καρδούλα θα κεντά κι όλο την αγκυλώνει (Myriv)
- ② fig pique, irritate, hurt (the feelings of s.o.), annoy (syn ερεθίζω, πειράζω):
- ο λόγος σου αγκελώνει |
- τα λόγια του μ' αγκυλώσανε |
- τραβήχτηκα ολωσδιόλου και γι' αυτό με αγκυλώνουν (Makryg) |
- ολοένα πήγαινε να ξεμπλέξη και μπερδευότανε κι αγκυλωνότανε πιο πολύ (Theotokas) |
- οι τσιριξιές από τ' ανήλικα αγκυλώσαν τους μεγάλους (Prevelakis) |
- χίλιοι ερεθισμοί αγκυλώνουνε τα πυρωμένα του ματόφυλλα (KPolitis)
[fr MG αγκυλώνω ← AG ἀγκυλῶ 'bend, crook']
- ① of thorn, pointed objects, stinging insects, sting, prick (syn κεντρίζω, κεντώ, τσιμπώ):