Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκυλωτός, επίθ.· αγκελωτός· ’γκελωτός.
-
- 1) (Προκ. για βέλος) που έχει αιχμή με αγκιστροειδείς προεξοχές:
- αγκελωτές σαΐτες (Θησ. Ϛʹ [166]).
- 2) Που έχει αγκύλια, αγκάθια:
- ’γκελωτούς δρυμώνες (αυτ. Z´ [1122]).
[αρχ. επίθ. αγκυλωτός. H λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για βέλος) που έχει αιχμή με αγκιστροειδείς προεξοχές:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκυλωτός -ή -ό [angilotós] Ε1 : που έχει σχήμα αγκύλης, κυρτός: ~ σταυρός, η σβάστικα. Οι γωνιώδεις και αγκυλωτές φόρμες των γλυπτών του καλλιτέχνη. Kάτι ουρές ψαριών αγκυλωτές από τη φρεσκάδα.
[λόγ. αγκυλω- (δες αγκυλώνω) -τός & σημδ. γερμ. Hakenkreuz]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκυλωτός, -ή, -ό [aŋɟilotós]
- hooked, crooked, bent, pointed (syn κυρτός, γαμψός):
- ~ σταυρός swastika, gammadion, fylfot (syn σβάστικα) |
- εργάζεται... τις γωνιώδεις και τις αγκυλωτές φόρμες του (Papantoniou) |
- ο εσωτερικός σφιγκτήρ, που αποτελείται από αγκυλωτές λείες μυϊκές ίνες, περιβάλλει το εσωτερικό στόμιο της ουρήθρας (Louros) |
- ξεπροβάλανε μερικές ουρές ψαριών, αγκυλωτές από τη φρεσκάδα (KPolitis) |
- είναι ένας Ληρ μακρύς, ξερακιανός, ~, με μάτι άγριου πουλιού... ένας ξυπνός, καλόβολος γέρος (Theotokas)
[fr MG ← AG ἀγκυλωτός]
- hooked, crooked, bent, pointed (syn κυρτός, γαμψός):