Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκράφα η [agráfa] Ο25 : μεταλλικός συνδετήρας σε ζώνη, μπέρτα, παπούτσι κτλ. ή απλώς διακοσμητικός· πόρπη: Γοβάκια με φανταχτερές αγκράφες. H κορδέλα ήταν ενωμένη με χρυσή ~.
[γαλλ. agraf(e) -α]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκράφα [aŋgráfa] η, (sp. also αγγράφα)
- :
- ζώνη χωρίς ~ roll-on belt |
- παπούτσια στολισμένα με στρογγυλές αγκράφες |
- ένα ζευγάρι γοβάκια με μεγάλες φανταχτερές αγκράφες (Kokkinos) |
- η κορδέλα του ενωνόταν μπροστά με μια μεγάλη χρυσή ~ (MKaragatsis)
[fr Fr agrafe]