Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκούσα η [aŋgúsa] Ο25α : (λογοτ.) 1. δυσκολία στην αναπνοή, δυσφορία, δύσπνοια, αγκομαχητό1, λαχάνιασμα εξαιτίας πάθησης, κούρασης, ζέστης, συγκίνησης κτλ.: Tον έπνιγε η ~. Tα μάτια του έκαιγαν, η ανάσα του είχε γίνει ~, δεν ήξερε αν ζούσε ή αν πέθαινε. 2. βογκητό, στεναγμός, αγκομαχητό2: Γυναικείες φωνές ανάκατες με κλάματα κι αγκούσες. H ~ της αντηχούσε μακριά. || ~ του νερού, ο παφλασμός. 3. δυνατή συγκίνηση, αγωνία, έγνοια, θλίψη, καημός: Δεν μπορεί να εργαστεί από την ταραχή του μυαλού και την ~ της καρδιάς. Zούσε βυθισμένη στις πίκρες και τις αγκούσες. 4. πνιγερή ζέστη, καύσωνας: Tα σύννεφα φέρνουν την ~, γιατί εμποδίζουν τα ρεύματα του αέρα.
[βεν. angossa ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [g] )]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκούσα η.
-
- 1) Δύσπνοια, αγωνία αρρώστου:
- (Xρον. Tόκκων 1547).
- 2) (Mεταφ.) στενοχώρια, θλίψη:
- M’ αγκούσες, μ’ αναστεναμούς επέρνα νύχτα μέρα (Eρωτόκρ. A´ 461).
[πιθ. <βεν. angossa. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Δύσπνοια, αγωνία αρρώστου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκούσα [aŋgúsa] η,
- ① difficulty in breathing, asthma (as a result of overeating, excessive heat, ailment, or emotional grounds), anguish (syn L δυσφορία, άγχος):
- η ~ τον έπνιγε |
- άρχισε εκείνες... τις αγκούσες και τα φτυσίματα καταγής (Sfakianakis) |
- τα σύννεφα που φέρνουν την ~, γιατί μποδάνε τα ρεύματα (Lazaridis)
- ② emotional distress, agony:
- μια μυστική αγωνία άρχισε να δένεται στην ψυχή του, ~ (Myriv) |
- υπάρχει τάχα απόκριση στην ~ της αγριεμένης αυτής νιότης; (Theotokas) |
- είδε τη μητέρα του... βυθισμένη στην πίκρα της, την ~ της (id.) |
- η ανθρώπινη καρδιά είναι ζυμωμένη με τον πόνο και με ~ (Chourmouzios) |
- η ~ που του στενοκρατούσε σα βραχνάς την ψυχή είχε λυθή (Vlami) |
- η ερημιά... με το σκοτάδι... γεμίζει σκιάσματα, γίνεται ~ (Chourmouziadis) |
- poem και το ξεφάντωμα άλλαξε, γίνηκε ~· τρόμος κλ (Palam) |
- να δένεται όλο το είναι μου με μιαν ανησυχία, | με μιαν ~ όλ' η ψυχή μου (τι να πω;) (Malakasis)
[fr late MG αγκούσα ← Ven angossa ← Lat angustia]
- ① difficulty in breathing, asthma (as a result of overeating, excessive heat, ailment, or emotional grounds), anguish (syn L δυσφορία, άγχος):