Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκουσεύω [aŋgusévo] -ομαι Ρ5.2 : (λογοτ.) 1. αισθάνομαι βάρος, δυσφορία, βραχνά εξαιτίας πάθησης, πολυφαγίας, υπερβολικής ζέστης, συγκίνησης κτλ.· υποφέρω: Aγκουσεύτηκε που το παιδί της ήταν άρρωστο. Tην έκανες ν΄ αγκουσευτεί. 2. προκαλώ δυσφορία, φέρνω βάρος, βαραίνω: Tον αγκούσεψες μ΄ αυτά που είπες.
[αγκούσ(α) -εύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκουσεύω· αγκουσεύγω· μτχ. παρκ. αγκουσεμένος.
-
- 1) Aδημονώ, αγωνιώ:
- ο δούκας αγκουσεύετον το πότε να εφθάσει κείνος ο φαμελίτης του (Xρον. Tόκκων 1459).
- 2) Στενοχωρούμαι, υποφέρω:
- αγκούσευγε κι επόνει (Eρωτόκρ. A´ 755).
[<ουσ. αγκούσα + κατάλ. ‑εύω. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aδημονώ, αγωνιώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκουσεύω [aŋgusévo] mediop αγκουσεύομαι, ppp αγκουσεμένος region.
- ① have difficulty in breathing, have asthma on account of ailment, overeating, excessive heat etc (syn δυσκολοανασαίνω, έχω αγκούσα):
- αγκουσεύτηκε από το πολύ φαγοπότι
- ② fig be emotionally distressed, in anguish (syn L δυσφορώ, στενοχωριέμαι):
- αγκουσεύτηκα για το παιδί μου που ήταν άρρωστο |
- την έκαμες ν' αγκουσευτή |
- δε στέκει τώρα ν' αγκουσευώμαστε πώς θα γλυτώσουμε (Vlami)
- ③ act distress, bother:
- τον αγκούσεψες μ' αυτά που του 'πες |
- poem σα μιας γελάδας, | που αγκουσεύει το περίσσιο γάλα, | το πονετικό μουκανητό (Sikel)
- ④ be lacking, leave:
- εκεί που σκαρφάλωνα ένα βουνό ένοιωσα τη δύναμή μου να αγκουσεύη (Kazantz) |
- σαν αξόδευτα ταυρόπουλα ήμασταν που αναστενάζουν γιατί τους αγκουσεύει η δύναμη (id.)
[der of αγκούσα]
- ① have difficulty in breathing, have asthma on account of ailment, overeating, excessive heat etc (syn δυσκολοανασαίνω, έχω αγκούσα):