Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκουρέτο [aŋguréto] το, naut
- small anchor, kedge anchor (syn τεσσεροχάλης):
- ~ βάρκας grapnel, grappling line |
- έτριζε η αλυσίδα δυνατά και σε λίγο επήραν μέσα το ~ (Lykoudis)
[fr It ancoretto 'id.']
- small anchor, kedge anchor (syn τεσσεροχάλης):