Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκομαχώ [aŋgomaxó] & -άω Ρ10.1α : 1α.ανασαίνω βαριά, με κόπο, λαχανιάζω εξαιτίας πάθησης, κούρασης, ζέστης κτλ., βογκώ, ασθμαίνω: Aνέβηκε τη σκάλα κι αγκομαχάει. Aγκομαχάει από το πολύ φαΐ. Tρέχει αγκομαχώντας. β. ψυχορραγώ: Ο άρρωστος αγκομαχάει. 2. (μτφ.) υποφέρω: Ο λαός αγκομαχούσε από τη δουλεία. 3. (για μηχανή) κάνω θόρυβο: T΄ αυτοκίνητα αγκομαχούσαν στον ανήφορο.
[μσν. αγκομαχώ < ελνστ. ὀγκ(ῶ) `τεντώνω΄ -ο- + -μαχώ (< μάχομαι) κατά το ψυχομαχώ, τροπή [o > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-oŋg > naŋg > n-aŋg] ]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκομαχώ.
-
- Aσθμαίνω, λαχανιάζω:
- (Περί γέρ. 50).
[<αγκώνω + ‑μαχώ. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Aσθμαίνω, λαχανιάζω:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκομαχώ [aŋgomaxó] (& αγκομαχάω)
- ① be short of breath, gasp for breath, puff and blow, pant (as a consequence of ailmont, tiredness, heat, oversating etc):
- έτρεχε αγκομαχώντας |
- ανέβηκε τη σκάλα (or το βουνό) κι αγκομαχάει |
- αγκομαχάει από το πολύ φαΐ |
- άδικα κουράζεσαι κι αγκομαχάς (KPolitis) |
- δούλευε αγκομαχώντας σαν Kύκλωπας (Lazaridis) |
- poem ω η αγκαλιά που σας κρατάει ν' αγκομαχάη δεν παύει (Palam)
- ② emit a cry of pain, moan (syn βογγώ):
- πονούσε (εμούγκριζε) κι αγκομαχούσε |
- η γελάδα αγκομαχάει |
- ο σκαφτιάς μουρμούριζε αγκομαχώντας (Xenop) |
- (κουρασμένοι) σηκώνουν αγκομαχώντας τη ζωή τους στη ράχη σαν μυλόπετρα (Myriv) |
- αγκομαχούμε και γαντζωνόμαστε από τα σίδερα των οχημάτων (Palaiologos) |
- βλέπει κανείς χιλιάδες ανθρώπους ν' αγκομαχούν ίσαμε που να κατορθώσουν κάτι (Panagiotop)
- ⓐ make noise (of engines, cars, ships etc):
- αγέρας... αρχίνησε να στροβιλίζη σα ζουρλό το καράβι που αγκομαχούσε (Vlami) |
- τ' αυτοκίνητα περνούσαν... αγκομαχώντας (Koumantareas) |
- poem αγκομαχάει το άφαντο αξόνι (Sikel)
- ③ breathe one's last (syn in αγγελοθωρώ):
- ο άρρωστος (η ετοιμοθάνατη) αγκομαχάει |
- ο λαός... αγκομαχά από την πείνα (Psathas) |
- κορμιά... λαβωμένα π' αγκομαχούσανε (Vlami) |
- poem επάνω από των αρρώστων τ' ολέθριο προσκεφάλι, | που αγκομαχώντας εύχονται να μην αργήση ο Xάρος (Skipis)
[fr late MG αγκομαχώ ← MG γκομαχώ (so also dial ModG) ← ογκομαχώ, as AG ὀγκῶ dial ModG ογκώνω late MG & region. ModG γκώνω & αγκώνω; cf also Hesych. ὀγκολογῆσαι· γογγύσαι and dial ἀγκοφορῶ ← γκοφορῶ ← ὀγκοφορῶ & late MG & ModG ἄγκωμα]
- ① be short of breath, gasp for breath, puff and blow, pant (as a consequence of ailmont, tiredness, heat, oversating etc):