Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκιστρώνω [angistróno] -ομαι Ρ1 : 1α.προσαρμόζω αγκίστρι(α) στην πετονιά. β. πιάνω στο αγκίστρι. 2. (μτφ., παθ.) γαντζώνομαι, προσκολλώμαι σε κπ., εξαρτώμαι απ΄ αυτόν.
[ελνστ. ἀγκιστρ(ῶ) -ώνω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκιστρώνω.
-
- Συλλαμβάνω, πιάνω με αγκίστρι:
- (Eρμον. Σ 12).
[μτγν. αγκιστρόω. H λ. και σήμ.]
- Συλλαμβάνω, πιάνω με αγκίστρι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκιστρώνω [aŋɟistróno]
- ① hook, catch w. a fishhook, angle for (fish etc) (syn πιάνω με τ' αγκίστρι, αγκιστρεύω):
- τον αγκιστρώσανε και τον ανέβασαν στη βάρκα
- ② fasten a fishhook to the fishing line, fix a hook, bait the hook (syn δολώνω)
- ⓐ fig bait, entice, attract:
- δεν μεταχειρίζεται ακόμα την κοκεταρία, για ν' αγκιστρώση το άρρεν (Ouranis) |
- αν αγκιστρωνότανε κανένας... από τη γοητευτική εκείνη κυρία; (Melas) |
- δεν κατόρθωσε ν' αγκιστρώση... μια ευάριθμη ομάδα πιστών φίλων (Thrylos) |
- από τους πρώτους διαλόγους αγκιστρώθηκε η πλατεία (του θεάτρου) (Melas)
- ③ fig check, immobilize, pin (down):
- ~ τον εχθρό immobilize, pin down the enemy |
- τα χαμόδεντρα... σε αγκιστρώνουν από το πόδι, από την άκρη της μαντύας (Myriv) |
- ένα δεύτερο κύμα, δεκατισμένο, έφτασε στο συρματόπλεγμα και αγκιστρώθηκε εκεί (Theotokas) |
- να στήση στους προεστούς του Mοριά παγίδα διαβολική από κείνες που όσο πολεμάς να ξεμπλεχτής τόσο περισσότερο αγκιστρώνεσαι (Melas)
- ④ mi & pass αγκιστρώνομαι cling steadfastly lit & fig:
- αγωνίζονταν... ν' αγκιστρωθούν στις θέσεις τους (Terzakis) |
- άλλοι πάλι αγκιστρώνονται με πάθος στην πιο άμεση πραγματικότητα (Panagiotop) |
- οι νιόνυφοι... περιμέναν τη στιγμή ν' αγκιστρωθή το πεπρωμένο πάνω τους (KPolitis) |
- σ' αυτά τα γενικά και απαρασάλευτα νοήματα θα αγκιστρωθούμε (Tsatsos) |
- οι ιδέες αυτές πρέπει... ν' αγκιστρωθούν βαθιά στην ψυχή τους (Papanoutsos)
[fr late MG αγκιστρώνω ← K ἀγκιστρῶ]
- ① hook, catch w. a fishhook, angle for (fish etc) (syn πιάνω με τ' αγκίστρι, αγκιστρεύω):