Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκινάρα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκινάρα η [anginára] Ο25 : εδώδιμο πολυετές λαχανοκομικό φυτό.

[μσν. αγκινάρα < ελνστ. κινάρα (αρχ. κυνάρα) με ανάπτ. προτακτ. α- 3 και ηχηροπ. του αρχικού [k > g] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [mian-i > miangi > mi-angi] ]

[Λεξικό Κριαρά]
αγκινάρα η.
  • 1) Tο φυτό αγκινάρα:
    • Tην αγκινάρα την ξερή εγώ ’δα να καρπίσει (Πανώρ. Γ´ 309).
  • 2) Το φαγώσιμο άνθος του φυτού:
    • αγκινάρας καθαρίζουν (Xρησμ. I 144).
  • Ως προσωποπ.:
    • (Πωρικ. I 108).

[<μτγν. ουσ. κινάρα. H λ. στο LBG, στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκινάρα [aŋɟinára] η,
  • ① bot artichoke plant, Cynara scolymus:
    • άγρια ~ (syn αγριαγκινάρα) |
    • αγκινάρες αλα-Πολίτα artichokes cooked w. fennol or dill Greek style |
    • idiom phr πάτησε στην ~ he failed (syn έπαθε γκάφα)
  • ⓐ artichoke, the edible flower of the artichoke
  • ② archit sculptured decoration resembling an artichoke leaf [fr late MG αγκινάρα ← α- and *γκινάρα fr juncture την κινάραν

[tiVJináran] ← AG κινάρα; cf ἀγριαγκινάρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες