Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκαλιαστός
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
αγκαλιαστός, επίθ.
  • Aγκαλιασμένος:
    • ήσαν αγκαλιαστοί και γλυκοεφιλούντο (Διγ. Z 1217).

[<αγκαλιάζω. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκαλιαστός -ή -ό [aŋgalastós] Ε1 : αγκαλιασμένος: Xορεύουν αγκαλιαστοί. αγκαλιαστά ΕΠIΡΡ: Xορεύουν ~, αγκαλιά.

[μσν. αγκαλιαστός < αγκαλιασ- (αγκαλιάζω) -τός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκαλιαστός1 [aŋgaljαstós] ο,
  • Cretan dance in which the dancers link arms over the shoulders of the adjacent ones (syn τράτα)

[fr late MG αγκαλιαστός, verbal adj of αγκαλιάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκαλιαστός2, -ή, -ό [aŋgaljαstós]
  • embraced, hugged, arm in arm (syn αγκαλιασμένος):
    • περπατούν or χορεύουν αγκαλιαστοί |
    • βαστούσε την κοπέλα αγκαλιαστή |
    • αρπαχτήκανε, φέρανε δυο γύρες έτσι αγκαλιαστοί κι ο Λιγούρας βροντήχτηκε (Vlachogiannis) |
    • folks. θα βρης τα φίδι' αγκαλιαστά, οχιές περιπλεγμένες.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες