Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκαλιαστά
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αγκαλιαστά, επίρρ.
  • Σε στάση εναγκαλισμού, αγκαλιά:
    • την ηύραμε με ένα παλληκάρι κι εστέκανε αγκαλιαστά (Δεφ., Σωσ. 154).

[<επίθ. αγκαλιαστός. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκαλιαστά [aŋgaljastá] adv
  • in one's arms, in embrace, arm in arm (syn στην αγκάλη, αγκαλιά 3):
    • πάνε or περπατούν or κοιμούνται ~ |
    • όλ' αυτά τα κορμιά... στριφογύριζαν ~ (Christomanos) |
    • πιάνονταν ένα γύρο ~... και χόρευαν (Myriv) |
    • poem να τον φιλήσω ~ στα μάτια και στο στόμα (Krystallis)

[fr late MG αγκαλιαστά, der of αγκαλιαστός1]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες