Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκαλιασμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αγκαλιασμένος, -η, -ο [aŋgaljazménos]
  • embraced, w. arms linked, arm in arm:
    • περπατούν αγκαλιασμένοι |
    • πέρασαν στην κάμαρα αγκαλιασμένοι (Xenop) |
    • πάνω στο σαμάρι κουνιόντανε μπρος πίσω αγκαλιασμένα στήθος με ράχη τα δυο αδέλφια (Myriv) |
    • απαγορεύεται να κρατάη (ο παίχτης της μπάλας) αγκαλιασμένο τον αντίπαλο (Tsiantas)

[ppp of αγκαλιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες