Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαλιασμένος, -η, -ο [aŋgaljazménos]
- embraced, w. arms linked, arm in arm:
- περπατούν αγκαλιασμένοι |
- πέρασαν στην κάμαρα αγκαλιασμένοι (Xenop) |
- πάνω στο σαμάρι κουνιόντανε μπρος πίσω αγκαλιασμένα στήθος με ράχη τα δυο αδέλφια (Myriv) |
- απαγορεύεται να κρατάη (ο παίχτης της μπάλας) αγκαλιασμένο τον αντίπαλο (Tsiantas)
[ppp of αγκαλιάζω]
- embraced, w. arms linked, arm in arm: