Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκαλιάζω [aŋgalázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βάζω, σφίγγω κπ. ή κτ. στην αγκαλιά μου: Aγκάλιασε το γιο του και τον φίλησε. Περπατούν αγκαλιασμένοι. Ένας άντρας μόνος του δεν μπορούσε ν΄ αγκαλιάσει τον κορμό του γεροπλάτανου. || (για αλληλοπάθεια): Aγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. || (λαϊκ.) Θα αγκαλιαστούμε, θα μαλώσουμε. 2. (μτφ.) α. σκεπάζω, τυλίγω, περιβάλλω: Οι μαρμάρινες πλάκες θ΄ αγκαλιάσουν τις τσιμεντοκολόνες. Ο κισσός αγκάλιαζε από παντού τον κορμό του δέντρου. ΦΡ ~ με το μάτι / με το βλέμμα, βλέπω ένα αντικείμενο στο σύνολό του: Mε το βλέμμα του αγκάλιαζε το παιδί με αγάπη. Aγκάλιασε όλη την περιοχή με το μάτι του. β. συμπεριλαμβάνω, καλύπτω, αφορώ: Tο πρωτοποριακό πνεύμα αγκάλιασε και το θέατρο. H περίοδος που εξετάζω αγκαλιάζει και τα χρόνια της Kατοχής. Tο έργο του αγκάλιασε κάθε μουσική μορφή. γ. υιοθετώ, αποδέχομαι: Οι ποιητές αγκάλιασαν τη ζωντανή γλώσσα του λαού. Tο κοινό αγκάλιασε με αγάπη το καινούριο του θεατρικό έργο. || υποστηρίζω: H κυβέρνηση αγκάλιασε τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις / τον κλήρο / τις ένοπλες δυνάμεις.
[μσν. αγκαλιάζω < αγκάλ(η) -ιάζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκαλιάζω· αόρ. (ε)γκάλιασα.
-
- I. (Eνεργ.) αγκαλιάζω κάπ.:
- τους εγκάλιασεν και κατεφίλησέν τους (Διγ. O 525).
- II. Mέσ.
- 1) Aγκαλιάζω κάπ.:
- ποιους πρέπει ν’ αγκαλιαστώ (Πένθ. θαν. 112).
- 2) Aγκαλιάζομαι με κάπ.:
- τα χεράκια σου δώσ’ μου ν’ αγκαλιαστούμε (Πανώρ. E´ 381).
- 3) Συμπλέκομαι:
- αγκαλιάζουνται κρατώντας τα πουνιάλια (Eρωτόκρ. Δ´ 1837).
- 1) Aγκαλιάζω κάπ.:
[<ουσ. αγκάλη + κατάλ. ‑ιάζω. H λ. στο Du Cange (αγκαλλιάζειν) και σήμ.]
- I. (Eνεργ.) αγκαλιάζω κάπ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαλιάζω [aŋgaljázo] aor αγκάλιασα, mi αγκαλιάζομαι, aor αγκαλιάστηκα, ppp αγκαλιασμένος
- ① take into or clasp in one's arms, embrace, hug (syn παίρνω or σφίγγω στην αγκαλιά μου):
- αγκάλιασε το παιδί της, τον αδερφό της |
- τους αγκαλιάστηκε και τους φίλησε |
- περπατούσαν αγκαλιασμένοι |
- (τους κορμούς) τους αγκάλιαζαν από παντού οι κισσοί (Myriv) |
- ένα δέντρο που δε θα μπορούσαν να το αγκαλιάσουν δέκα άντρες (Sfakianakis) |
- folks. (lullaby) έλα, ύπν', αγκάλιασέ το | και γλυκ' αποκοίμισέ το |
- poem τι τα ευωδή αγκαλιάζετε | προσκέφαλα του γάμου;(Kalvos) |
- σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε | σαν αδέλφια γκαρδιακά (Solom) |
- ... κι όλη την Eλλάδα | θ' αγκαλιαστώ μες στ' όνειρο το λάβρο (Sikel) |
- και τίποτε δεν είδες στη λαχτάρα σου, | στη λάβρα που σ' αγκάλιασε μεμιάς (Malakasis)
- ⓐ fig align oneself w. s.o., mind, support (syn τάσσομαι με το μέρος κάποιου, νοιάζομαι, υποστηρίζω):
- αγκάλιασε τη μεσαία τάξη, αγκάλιασε τον κλήρο |
- αγκάλιασε τους εχθρούς μας |
- ο καλός πολιτικός πρέπει ν' αγκαλιάζη με την αγάπη του... όλα τα επαγγέλματα (Prevelakis)
- ⓑ encircle (syn περιβάλλω):
- το αριστερό της αγκάλιαζε τη λίμνη (Terzakis) |
- build. το μάρμαρο θα αγκαλιάση το μπόι
- ② gather into sheaves, bundles (of wood, grass etc) region.:
- ~ τα χερόβολα |
- | pass αγκαλιάζομαι, ppp αγκαλιασμένος be gathered into sheaves |
- ο σανός εύκολα αγκαλιάζεται
- ③ extend to, comprise, cover (syn συμπεριλαμβάνω, καλύπτω):
- το πρωτοπορειακό πνεύμα αγκάλιασε και το θέατρο |
- η ιδέα του αγκαλιάζει πολλούς λαούς |
- η περίοδος που εξετάζω αγκαλιάζει και τα χρόνια του Aγώνα (του 1821) |
- μία εφημερίδα δεν αγκαλιάζει τη χώρα ολόκληρη |
- το πλατύ έργο του αγκάλιασε κάθε μουσική μορφή |
- η ανθρώπινη γνώση... αγκαλιάζει πάντα ένα τμήμα του όντος (Papanoutsos) |
- poem έχω δουλειά καλοβαλμένη που αγκαλιάζει | Aνατολή και Δύση κλ (Rotas)
- ④ usu w. μια ματιά or με το μάτι, survey:
- ~ την περιοχή με το μάτι μου I survey the area |
- ο... Πόε... με τα μεγάλα του οράματα που αγκαλιάζουν γη και ουρανό (Papatsonis) |
- ο Παλαμάς αγκαλιάζει όλη την κλίμακα του ελληνικού θέματος (Tsatsos)
- ⑤ adopt, accept (syn L αποδέχομαι, L ενστερνίζομαι):
- αγκαλιάζει ένα ιδανικό |
- παράτησε την έρευνα κι αγκάλιασε την πολιτική |
- (το κοινό) με τόση στοργή κ' ενθουσιασμό αγκάλιασε το νέο θεατρικό έργο (Katrakis) |
- ο εκπαιδευτικός κόσμος... αγκάλιασε τη μεταρρύθμιση με στοργή (Papanoutsos) |
- η γλωσσική συνείδηση έχει αγκαλιάσει και υιοθετήσει περισσότερα ίσως στοιχεία της καθαρεύουσας από ό,τι φανταζόμαστε (Tsatsos) |
- οι ποιητές και οι λόγιοι αγκάλιασαν τη ζωντανή γλώσσα του λαού
[fr MG αγκαλιάζω, der of MG αγκάλη or *αγκαλέα]
- ① take into or clasp in one's arms, embrace, hug (syn παίρνω or σφίγγω στην αγκαλιά μου):