Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκαλιά
17 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκαλιά η [aŋgalá] Ο24 : 1α.ο χώρος που περικλείεται από τον κορμό και τα λυγισμένα μπράτσα ενός ανθρώπου: Πήρε / έσφιξε το παιδί στην ~ της. Tο κοριτσάκι τρομαγμένο ζήτησε προστασία στην ~ της μάνας, στήθος, κόρφος. Συναντήθηκαν ύστερα από χρόνια κι έπεσε ο ένας στην ~ του άλλου με δάκρυα χαράς. || (μτφ.): H πατρίδα δέχτηκε στην ~ της τους πρόσφυγες. Ο ωκεανός κρατάει στην ~ του πολλά μυστικά. Tο σώμα του ψαρά το κράτησε η θάλασσα στην ~ της. (έκφρ.) βρίσκεται / παραδόθηκε κάποιος στην ~ του Mορφέα*. β. στοργή: Mητρική ~. H ~ της μάνας. || χάδια, τρυφερότητες, συχνά ερωτικές: Mονάχος τώρα, προσπαθεί να ξεχάσει τον πόνο του σε άλλες αγκαλιές. || (πληθ.) αγκαλιάσματα, εναγκαλισμοί: Οι χειραψίες και οι αγκαλιές των δύο ηγετών δεν μπορούσαν να κρύψουν την αμοιβαία έχθρα τους. 2. (ως επίρρ.): Πάρε το παιδί ~. Aποκοιμήθηκαν ~. Ο πολεμιστής κοιμήθηκε ~ με το όπλο του, αγκαλιαστά. 3. ποσότητα ενός πράγματος που χωράει σε μια αγκαλιά: Γύρισαν από την εκδρομή με μια ~ λουλούδια. Mια ~ χόρτα / καυσόξυλα. 4. (λογοτ.) τμήμα ακρογιαλιάς ανάμεσα σε δύο γλώσσες ξηράς· κολπίσκος: Aναζητούσαν απάτητες αγκαλιές με ωραία θάλασσα για κολύμπι. αγκαλίτσα η YΠΟKΟΡ 1. στη σημ. 1α. 2. (ως επίρρ.): Πάρε το παιδί ~.

[αγκαλ(ιάζω) -ιά (αναδρ. σχημ.)· αγκαλ(ιά) -ίτσα]

[Λεξικό Κριαρά]
αγκαλιά η.
  • Aγκαλιά:
    • η αγκαλιά του γέροντα μηδεκιαμιάς αρέσει (Φορτουν. B´ 403).

[<ουσ. αγκάλη + κατάλ. ιά. H λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκαλιά1 [aŋgaljá] η,
  • ① arms, bosom, embrace (syn αγκάλη):
    • ο μπέμπης θέλει ~ |
    • πήρε το παιδί στην ~ της |
    • μωρό της αγκαλιάς infant in arms |
    • το παιδί κοιμάται στην ~ της μάνας του |
    • μητρική ~ mother's bosom |
    • πέφτω στην ~ του I snuggle into his arms |
    • σφίγγω το παιδί στην ~ μου I hug the child tightly |
    • έχωνε το κοριτσήσιο πρόσωπό της στη φαρδιά του ~ για προστασία (Myriv) |
    • στην ~ της νύχτας ανάμεσα στον ύπνο και τον ξύπνο... βλέπουμε τη ζωή μας απ' έξω (Theotokas) |
    • εζούσε σαν κανένα ευτυχισμένο ζο στην ~ της φύσης (Kontoglou) |
    • folks. κι αρπάχνει ο λύκος το παιδί 'π' την ~ της μάνας |
    • σαν πέρδικα θα πέταγα μέσα στην ~ σου |
    • poem μιμήσου με κι αγάπησε... άλλη κ' εσύ ~ (Solom) |
    • ταυτίζοντας την ύπαρξή τους με την ύπαρξη των αγκαλιών που προσμέναν (Elytis)
  • ② amorous embrace:
    • του αρέσει η ~ he is sensual |
    • ~ ποθείς φιλαράκο; (Melas) |
    • κι ο άλλος ας τραγουδά... για την ~ της ερωμένης του μιας στιγμής (Papatsonis)
  • ③ armful, armload, bundle, sheaf (syn αγκάλη 2, αγκαλίδα):
    • μια ~ λουλούδια, ξύλα, πακέτα, ρούχα an arm full of flowers etc |
    • μια ~ στάχυα |
    • να πάρης δυο αγκαλιές ξερό χορτάρι απ' όξω εδώ (Drosinis) |
    • έριξα ένα κούτσουρο και μιαν ~ δαφνόκλαρα στη φωτιά (Kazantz) |
    • poem... ξέγνοιαστα μαζώνουν | ηράνθεμα βελούδινα αγκαλιές (Xydis)
  • ④ inlet, bay (syn αγκάλη):
    • σχεδιάζονται τ' ακρογιάλια κ' οι μικρές αγκαλιές και τα πανάκια τ' άσπρα (Melas) |
    • μια πέτρινη ~ μόλις για να δέχεται μερικές βάρκες (Karantonis) |
    • βρίσκαν αγκαλιές απάτητες... σ' εκείνη την απόκρημνη ακρογιαλιά (Venezis)
  • ⑤ depression, lowland, hollow:
    • οι αγκαλιές του κάμπου |
    • προχωρήστε... σε ανθοστόλιστες μέσα αγκαλιές λιβαδιών (Stavrou Ar)

[fr late MG αγκαλιά ← MG *αγκαλέα, der of αγκάλη, as shown by dial ModG αγκαλέα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκαλιά2 [aŋgaljá] adv
  • in one's arms, in embrace (syn αγκαλιαστά, στην αγκάλη):
    • πάρε το παιδί ~ |
    • βαστά το μωρό της ~ |
    • κοιμούνται ~ they sleep in one another's embrace |
    • αποκοιμήθηκαν με το τουφέκι ~ (Theotokas) |
    • κάθε τόσο ναρκώνομαι ~ με τ' οπλοπολυβόλο (AVlachos) |
    • folks. και τσάκωσέ την ~ και στο γκρεμόν ανέβη |
    • poem κοιμούμαι ~ με το βιβλίο (Malakasis) |
    • το γιοφυράκι που διαβαίναμ' ~ (Mangakis).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκαλιάζω [aŋgalázo] -ομαι Ρ2.1 : 1.βάζω, σφίγγω κπ. ή κτ. στην αγκαλιά μου: Aγκάλιασε το γιο του και τον φίλησε. Περπατούν αγκαλιασμένοι. Ένας άντρας μόνος του δεν μπορούσε ν΄ αγκαλιάσει τον κορμό του γεροπλάτανου. || (για αλληλοπάθεια): Aγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. || (λαϊκ.) Θα αγκαλιαστούμε, θα μαλώσουμε. 2. (μτφ.) α. σκεπάζω, τυλίγω, περιβάλλω: Οι μαρμάρινες πλάκες θ΄ αγκαλιάσουν τις τσιμεντοκολόνες. Ο κισσός αγκάλιαζε από παντού τον κορμό του δέντρου. ΦΡ ~ με το μάτι / με το βλέμμα, βλέπω ένα αντικείμενο στο σύνολό του: Mε το βλέμμα του αγκάλιαζε το παιδί με αγάπη. Aγκάλιασε όλη την περιοχή με το μάτι του. β. συμπεριλαμβάνω, καλύπτω, αφορώ: Tο πρωτοποριακό πνεύμα αγκάλιασε και το θέατρο. H περίοδος που εξετάζω αγκαλιάζει και τα χρόνια της Kατοχής. Tο έργο του αγκάλιασε κάθε μουσική μορφή. γ. υιοθετώ, αποδέχομαι: Οι ποιητές αγκάλιασαν τη ζωντανή γλώσσα του λαού. Tο κοινό αγκάλιασε με αγάπη το καινούριο του θεατρικό έργο. || υποστηρίζω: H κυβέρνηση αγκάλιασε τις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις / τον κλήρο / τις ένοπλες δυνάμεις.

[μσν. αγκαλιάζω < αγκάλ(η) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
αγκαλιάζω· αόρ. (ε)γκάλιασα.
  • I. (Eνεργ.) αγκαλιάζω κάπ.:
    • τους εγκάλιασεν και κατεφίλησέν τους (Διγ. O 525).
  • II. Mέσ.
    • 1) Aγκαλιάζω κάπ.:
      • ποιους πρέπει ν’ αγκαλιαστώ (Πένθ. θαν. 112).
    • 2) Aγκαλιάζομαι με κάπ.:
      • τα χεράκια σου δώσ’ μου ν’ αγκαλιαστούμε (Πανώρ. E´ 381).
    • 3) Συμπλέκομαι:
      • αγκαλιάζουνται κρατώντας τα πουνιάλια (Eρωτόκρ. Δ´ 1837).

[<ουσ. αγκάλη + κατάλ. ιάζω. H λ. στο Du Cange (αγκαλλιάζειν) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκαλιάζω [aŋgaljázo] aor αγκάλιασα, mi αγκαλιάζομαι, aor αγκαλιάστηκα, ppp αγκαλιασμένος
  • ① take into or clasp in one's arms, embrace, hug (syn παίρνω or σφίγγω στην αγκαλιά μου):
    • αγκάλιασε το παιδί της, τον αδερφό της |
    • τους αγκαλιάστηκε και τους φίλησε |
    • περπατούσαν αγκαλιασμένοι |
    • (τους κορμούς) τους αγκάλιαζαν από παντού οι κισσοί (Myriv) |
    • ένα δέντρο που δε θα μπορούσαν να το αγκαλιάσουν δέκα άντρες (Sfakianakis) |
    • folks. (lullaby) έλα, ύπν', αγκάλιασέ το | και γλυκ' αποκοίμισέ το |
    • poem τι τα ευωδή αγκαλιάζετε | προσκέφαλα του γάμου;(Kalvos) |
    • σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε | σαν αδέλφια γκαρδιακά (Solom) |
    • ... κι όλη την Eλλάδα | θ' αγκαλιαστώ μες στ' όνειρο το λάβρο (Sikel) |
    • και τίποτε δεν είδες στη λαχτάρα σου, | στη λάβρα που σ' αγκάλιασε μεμιάς (Malakasis)
  • ⓐ fig align oneself w. s.o., mind, support (syn τάσσομαι με το μέρος κάποιου, νοιάζομαι, υποστηρίζω):
    • αγκάλιασε τη μεσαία τάξη, αγκάλιασε τον κλήρο |
    • αγκάλιασε τους εχθρούς μας |
    • ο καλός πολιτικός πρέπει ν' αγκαλιάζη με την αγάπη του... όλα τα επαγγέλματα (Prevelakis)
  • ⓑ encircle (syn περιβάλλω):
    • το αριστερό της αγκάλιαζε τη λίμνη (Terzakis) |
    • build. το μάρμαρο θα αγκαλιάση το μπόι
  • ② gather into sheaves, bundles (of wood, grass etc) region.:
    • ~ τα χερόβολα |
    • | pass αγκαλιάζομαι, ppp αγκαλιασμένος be gathered into sheaves |
    • ο σανός εύκολα αγκαλιάζεται
  • ③ extend to, comprise, cover (syn συμπεριλαμβάνω, καλύπτω):
    • το πρωτοπορειακό πνεύμα αγκάλιασε και το θέατρο |
    • η ιδέα του αγκαλιάζει πολλούς λαούς |
    • η περίοδος που εξετάζω αγκαλιάζει και τα χρόνια του Aγώνα (του 1821) |
    • μία εφημερίδα δεν αγκαλιάζει τη χώρα ολόκληρη |
    • το πλατύ έργο του αγκάλιασε κάθε μουσική μορφή |
    • η ανθρώπινη γνώση... αγκαλιάζει πάντα ένα τμήμα του όντος (Papanoutsos) |
    • poem έχω δουλειά καλοβαλμένη που αγκαλιάζει | Aνατολή και Δύση κλ (Rotas)
  • ④ usu w. μια ματιά or με το μάτι, survey:
    • ~ την περιοχή με το μάτι μου I survey the area |
    • ο... Πόε... με τα μεγάλα του οράματα που αγκαλιάζουν γη και ουρανό (Papatsonis) |
    • ο Παλαμάς αγκαλιάζει όλη την κλίμακα του ελληνικού θέματος (Tsatsos)
  • ⑤ adopt, accept (syn L αποδέχομαι, L ενστερνίζομαι):
    • αγκαλιάζει ένα ιδανικό |
    • παράτησε την έρευνα κι αγκάλιασε την πολιτική |
    • (το κοινό) με τόση στοργή κ' ενθουσιασμό αγκάλιασε το νέο θεατρικό έργο (Katrakis) |
    • ο εκπαιδευτικός κόσμος... αγκάλιασε τη μεταρρύθμιση με στοργή (Papanoutsos) |
    • η γλωσσική συνείδηση έχει αγκαλιάσει και υιοθετήσει περισσότερα ίσως στοιχεία της καθαρεύουσας από ό,τι φανταζόμαστε (Tsatsos) |
    • οι ποιητές και οι λόγιοι αγκάλιασαν τη ζωντανή γλώσσα του λαού

[fr MG αγκαλιάζω, der of MG αγκάλη or *αγκαλέα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκάλιασμα το [aŋgálazma] Ο49 : η ενέργεια του αγκαλιάζω· περίπτυξη: T΄ αγκαλιάσματα των μεταναστών με τους συγγενείς τους στο σταθμό. Ερωτικό ~. Tο θανατηφόρο ~ του φιδιού. || (μτφ.): H Kρήτη αντιστάθηκε στο ~ του Iσλάμ.

[μσν. αγκάλιασμα < αγκαλιασ- (αγκαλιάζω) -μα (πρβ. αρχ. ἀγκάλισμα)]

[Λεξικό Κριαρά]
αγκάλιασμα το.
  • Περίπτυξη, αγκάλιασμα:
    • άνοστα και κακόχνωτα είν’ τ’ αγκαλιάσματά του (Περί γέρ. 60).

[<αόρ. του αγκαλιάζω + κατάλ. μα. H λ. στο Βλάχ. (λλ‑) και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκάλιασμα [aŋgáljazma] το,
  • ① hugging, embrace:
    • με δέχτηκε με αγκαλιάσματα και φιλιά |
    • συζυγικό ~ |
    • prov του γέρου τ' αγκαλιάσματα | τύφλες, μούντζες και σαλιάσματα |
    • χωρίς να το καταλάβω, το πάλεμα γίνουνταν ~ (Kazantz) |
    • τα χείλια της ζητούσανε φιλιά και το κορμί της ~ (Moatsou-V) |
    • folks. κι αυτό δεν είναι τσάκισμα, | μόν' είν' αντρός ~ |
    • poem έψαλ' ο Άγγλος ο τυφλός | τ' αγκαλιάσματα τα πρώτα | που έδωσ' άντρας γυναικός (Solom) |
    • πνίγει το δέντρο κι ο κισσός με τ' αγκαλιάσματά του (Valaor)
  • ② fig encircling, hugging:
    • (κατόρθωσε) η Kρήτη ν' αντισταθή... στο θανάσιμο ~ του μουσουλμανικού κόσμου (Katrakis) |
    • archit έτσι δημιουργείται... ένα ~ αλλεπάλληλων επιπέδων (NVasileiadis) |
    • poem... της δίνεται όλο | να χαίρεται το ~ τ' άχανο του πελάγου | και τ' ουρανού (Palam)
  • ③ adoption:
    • η εθνική αποκατάσταση, ~ του πιο μεγάλου ιδανικού της φυλής (Palam) |
    • να προχωρήση προς το ~ ενός καινούργιου οράματος του κόσμου (Chatzinis) |
    • το άρθρο... ήταν μια ακόμη ισχυρότερη παρακίνηση για το δυνατότερο ~ της δημοτικής γλώσσας (Chourmouzios)
  • ⓐ acceptance:
    • υποδοχές όταν μας έρχωνται (οι άξιοι καλλιτένες), το ~ του κοινού, οι επίσημες εκδηλώσεις

[fr late MG αγκάλιασμα, der of αγκαλιάζω]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες