Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκαλά [aŋgalá] σύνδ. αντιθ. : (λογοτ., παρωχ.) (συνήθ. ~ και) εισάγει δευτερεύουσα πρόταση που έρχεται σε αντίθεση με την κύρια· αν και, μολονότι: Mια αναμφισβήτητη, ~ και καθυστερημένη, μαρτυρία. Ξαφνιάστηκα σαν τ΄ άκουσα, ~ και ήξερα πως θα γινόταν κάτι τέτοιο.
[μσν. αγκαλά < φρ. αν καλά (και)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκαλά, σύνδ.
-
- Aν και, μολονότι (συν. με το σύνδ. και πριν ή μετά):
- και αγκαλά είναι πτωχοί, αλλ’ έχουσι τη χάρη (Iστ. Bλαχ. 1759· Σουμμ., Pεμπελ. 170).
[<σύνδ. αν + επίρρ. καλά. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Aν και, μολονότι (συν. με το σύνδ. και πριν ή μετά):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαλά [aŋgalá] conj obsolesc, region. & dial
- not withstanding, although, albeit (syn αν και, καίτοι, μολονότι):
- έλα να σου δείξω την εικόνα, ~ συ την ξέρεις |
- δεν λέγω να γράφουμε καθαυτό ελληνικά, ~ έπρεπε να κάνουμε χίλιες ευχές για να ξαναζήσουν εκείνα τα λόγια (Solom) |
- ο γέρος συλλογίστηκε... |
- ~, τι σου χρειάζουνται τώρα τα τραγούδια; (Xenop) |
- οι παλιοφροντίδες... ορμούσαν καταπάνω του, ~ δε μπορείς να πης κιόλα πως τον ακαρτέραγαν (Psichari) |
- το κύμα ξέρναγε αφρούς, ~ ξελιγωμένο πια κι αποκαμωμένο |
- poem συ τες δύναμές σου σπρώχνεις | και, ~ δεν είν' πολλές, | πολεμώντας άλλα διώχνεις... (Solom) |
- είναι ωραίο το πρόσωπό σου, ~ μελαχρινό (Markoras)
- ⓐ emphat ~ και:
- ξαφνίστηκα που τ' άκουσα, ~ και το 'ξερα πως θα γίνη |
- το βλέμμα του ήτουν... ήμερο, ~ κι αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές (Theotokis) |
- ήταν μάλιστα κάτι πολύ μεταδοτικό, ~ και τόσο συγκρατημένο (Theotokas) |
- για τούτο έχουμε μιαν, ~ και καθυστερημένη, αναμφισβήτητη μαρτυρία (Dimaras) |
- πέτρα ήταν η γη που όργωνε· ~ και πού την έχει την ψαχνάδα το... χώμα μας; (Lountemis) |
- poem (τα προβατάκια) και ~ και κανένα επεριπάτει, έλεγες ότι σφάλλει η φαντασία (Solom) |
- πάντα περίχαρη, ~ και κάθε τόσο αλλάζει (Markoras)
[fr late MG αγκαλά ← syntagma αν καλά: cf άμποτε, ανίσως, dial (Otranto) anara fr αν άρα etc]
- not withstanding, although, albeit (syn αν και, καίτοι, μολονότι):