Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκαινίαστος, επίθ.
-
- Αμεταχείριστος, καινούργιος:
- κακκάβιν αγκαινίαστον (Ιατροσόφ. 823).
[<στερ. α‑ + εγκαινιάζω. Τ. αγκαίνιαστος σήμ. ιδιωμ.]
- Αμεταχείριστος, καινούργιος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαίνιαστος, -η, -ο [aŋɟénjastos] region.
- ① not consecrated, of church:
- αγκαίνιαστη εκκλησία
- ② not put to use as yet, unused, new:
- αγκαίνιαστα ρούχα
[fr *γκαινιαστός: γκαινιάζω ← εγκαινιάζω]
- ① not consecrated, of church: