Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκαθότοπος ο [aŋgaθótopos] Ο20 : τόπος που είναι γεμάτος αγκάθια ή που σ΄ αυτόν φυτρώνουν μόνο αγκάθια.
[αγκαθο- + -τοπος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαθότοπος [aŋgaθótopos] ο,
- field full of thorns, thorn thicket (syn αγκαθιώνας):
- το ξέφωτο είναι ~ |
- Tίρνοβο... θα πη ~ (Melas) |
- έδωσε... όλη την... αγαθότητα, που είναι σαν δροσερό ρυάκι μέσα σε φρικτούς αγκαθότοπους και βράχους (id.)
[cpd of αγκάθι & τόπος]
- field full of thorns, thorn thicket (syn αγκαθιώνας):