Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκαθωτός -ή -ό [aŋgaθotós] Ε1 : 1.που έχει αγκάθια: ~ θάμνος / βάτος. Aγκαθωτή φραγκοσυκιά. 2. (μτφ.) α. που έχει μυτερές προεξοχές σαν αγκάθια: Aγκαθωτό σύρμα / συρματόπλεγμα, για περιφράξεις. β. που τσιμπάει σαν να είχε αγκάθια: Aγκαθωτό μουστάκι. Aγκαθωτά γένια.
[ελνστ. ἀκανθωτός (μαρτυρείται στη σημ.: `στολισμένος με άκανθες΄) κατά την εξέλ. ακάνθιον > αγκάθι]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαθωτός, -ή, -ό [aŋgaθotós]
- ① thorny, spined, having sharp edges or projections, prickly:
- αγκαθωτά χορτάρια |
- αγκαθωτό μουστάκι, αγκαθωτά γένεια |
- αγκαθωτό σύρμα barbed wire |
- αγκαθωτό συρματόπλεγμα |
- από την ξώπορτα τη στολισμένη με φραγκοσυκιές αγκαθωτές... μπήκε σ' ένα προαύλιο (Xenop) |
- τα ουρμασμένα αγκαθωτά αγριόσυκα (Kazantz) |
- στ' αγκαθωτά κλαδιά της γαζίας κρεμάστηκε... ο Aποσπερίτης (id.) |
- poem αυτές σε τύλιξαν στα δίχτυα τους τ' αγκαθωτά (Skipis) |
- μελίσσι τρυφερό κορφολογάει τ' αγκαθωτό γκρίζο θυμάρι του δικού μου τόπου (Zevgoli)
- ② fig sharp and penetrating:
- poem θύμωνε και μου φώναζε με την αγκαθωτή φωνή του (Lountemis)
[fr ακανθωτός, der of άκανθα]
- ① thorny, spined, having sharp edges or projections, prickly: