Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκαθιά η [aŋgaθxá] Ο24 : βάτος, θάμνος με αγκάθια και με επέκταση, τόπος γεμάτος αγκάθια.
[ελνστ. ἀκανθέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και κατά την εξέλ. ακάνθιον > αγκάθι (-έα > -ιά)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαθιά [aŋgaθjá] η,
- thornbush (such as eryngium):
- ο τόπος... ήταν σκλαβωμένος... είχε γίνει ρουμάνι, βάλτος, ~ (Makryg) |
- γίνηκε ο κάμπος πέρα ως πέρα μια ~ (Vlachogiannis) |
- δεν ξέρω αν... στον απότομο και ψηλό λόφο που είχε κτισθή (το Tίρνοβο) υπήρχαν πυκνές αγκαθιές (Melas) |
- folks. (ο έρωτας) μόν' είναι βάτος μ' αγκαθιές κι αλίμονό σου αν μπλέξης |
- poem ανηφορίσματα ιερά, σε βάτους μέσα και αγκαθιές (Malakasis)
[fr late K ἀκανθέα 'Spanish broom' (3rd c. AD) and 'thorn' (6th, 8th c.)]
- thornbush (such as eryngium):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαθιάζω [aŋgaθjázo] ppp αγκαθιασμένος
- ① trans sting, prick w. a thorn
- ② intr be filled w. thorns:
- αγκάθιασε ο κήπος, το χωράφι |
- αγκαθιασμένο χωράφι field full of thorn
[der of αγκάθι]