Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκαθερός
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αγκαθερός, επίθ.
  • Που έχει πολλά αγκάθια:
    • ξεπόδητος να πηαίνω ’ς τόπον αγκαθερό (Bοσκοπ. 418).

[<ουσ. αγκάθι + κατάλ. ερός· πβ. αρχ. επίθ. ακανθηρός. Τ. ακαθερός στο Meursius (θθ‑). H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκαθερός -ή -ό [aŋgaθerós] Ε1 : (λογοτ.) αγκαθωτός: Aγκαθερό κλαρί / μονοπάτι.

[μσν. αγκαθερός < αγκάθ(ι) -ερός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκαθερός, -ή, -ό [aŋgaθerós]
  • ① full of thorns, made of thorns, thorny:
    • αγκαθερό χωράφι |
    • ~ φράχτης |
    • αγκαθερά χαμόδεντρα thorny bush |
    • αγκαθερό στεφάνι crown of thorns |
    • αγκαθερό τριαντάφυλλο, ~ θάμνος, αγκαθερό κλαδί, αγκαθερή ακακία |
    • αφάνες και σφαλάχτια αγκαθερά (Panagiotop) |
    • κ' ένα ρόδο που τρέμει στην αγκαθερή του φραγή σταλάζει... σταλαγμούς ευτυχίας (id.) |
    • poem όπου πατούσε αγκαθερό τριβόλι (Markoras) |
    • σιγά σιγά απογέρνετε στ' αγκαθερά κλωνάρια (Malakasis)
  • ⓐ like thorns, thorny, prickly, of beard (syn αγκαθωτός):
    • ήταν ωχροπράσινος με μαύρα αγκαθερά γένεια (Spandonidis)
  • ② w. sharp projections, of stones, rocks etc:
    • μια πέτρα τον πέτυχε... αγκαθερή, τον στράβωσε (GGrigoris) |
    • το ύψωμα 1532 είναι... το άλλο κλειδί της τοποθεσίας, κλειδί αγκαθερό (Terzakis)
  • ③ fig annoying, difficult:
    • αγκαθερό ζήτημα a thorny problem |
    • poem στιχάκι πότε ολόγλυκο και πότε αγκαθερό (Palam) |
    • ενάντια σ' αγκαθερές κακοκαιριές μ' ένα τραγούδι ανοίγεις τις αγκαλιές (Kostantis)

[fr late MG αγκαθερός, der of αγκάθι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες