Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκαθένιος, επίθ.
-
- Ακάνθινος:
- αγκαθένιον στεφάνι (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Ιω. ιθ´ 5).
[<ουσ. αγκάθι + κατάλ. ‑ένιος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Ακάνθινος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαθένιος, -α, -ο [aŋgaθénjos] region.
- made of thorns, thorny (syn αγκάθινος):
- αγκαθένιο στεφάνι, ~ φράχτης |
- poem κι ακολούθησε του Γολγοθά το δρόμο | φορώντας αγκαθένιο ένα στεφάνι (Karyotakis)
[der of αγκάθι]
- made of thorns, thorny (syn αγκάθινος):