Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκαζέ [aŋgazé] Ε (άκλ.) : 1.δεσμευμένος, συνήθ. με συμφωνία: Tο ταξί είναι ~. Tο κέντρο είναι ~ ως το τέλος της σεζόν. || (παρωχ.): H πολυθρόνα δίπλα μου είναι ~, πιασμένη· κατειλημμένη. 2. (ως επίρρ.) με το βραχίονα περασμένο στο βραχίονα του συνοδού· αλαμπρατσέτα: Tους είδα να περπατούν ~. M΄ έπιασε ~.
[λόγ. < γαλλ. engagé `δεσμευμένος΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαζέ1 [aŋgazé] adj indecl
- engaged, taken (syn δεσμευμένος, πιασμένος, L κατειλημμένος):
- η θέση είναι ~ |
- το μπιλιάρδο είναι ~ |
- είμαι ~ για δείπνο αύριο
- ⓐ hired:
- το ταξί είναι ~
[fr Fr engagé 'committed, promised, engaged']
- engaged, taken (syn δεσμευμένος, πιασμένος, L κατειλημμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαζέ2 [aŋgazé] adv
- arm in arm (syn αλαμπράτσα, μπράτσο μπράτσο):
- περπατούσαν ~, φύγανε ~ |
- την έπιασα ~ I linked arms w. her |
- κορίτσια... πηγαινόρχονται πιασμένα ~ (Terzakis) |
- την έπαιρνε αυτός ~ (Kitsop).
- arm in arm (syn αλαμπράτσα, μπράτσο μπράτσο):