Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκαζάρω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκαζάρω [aŋgazáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) δεσμεύω κπ. ή κτ. με συμφωνία για συγκεκριμένη δουλειά: Aγκαζάρισα ένα ταξί να μας πάει στο αεροδρόμιο. Aγκαζάρισε μερικούς εργάτες να βοηθήσουν στη μετακόμιση.

[αγκαζ(έ) -άρω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκαζάρω [aŋgazáro] aor αγκαζάρισα, subj αγκαζάρω, ppp αγκαζαρισμένος
  • ① prepurchase, book, reserve (syn προαγοράζω, κλείνω, εξασφαλίζω):
    • αγκαζάρισα ένα θεωρείο or πέντε εισιτήρια του θεάτρου γι' απόψε
  • ② invite s.o. and have his promise of acceptance, commit, engage:
    • μ' έχει αγκαζάρει για τον επόμενο χορό |
    • σας ~ για φαΐ στο σπίτι μου μεθαύριο |
    • σας ~ απ' τα τώρα για ένα βαλσάκι (Christomanos)
  • ③ hire (and have the right of priority) (syn μισθώνω, L προσλαμβάνω):
    • έχω αγκαζάρει το ταξί or αγωγιάτη

[der of αγκαζέ, q.v., w. suff -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες