Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκαζάρισμα το [aŋgazárizma] Ο49 : η ενέργεια του αγκαζάρω.
[αγκαζαρισ- (αγκαζάρω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαζάρισμα [aŋgazárizma] το,
- engagement in work or pleasure, assumed obligation.