Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκίστρι το [angístri] Ο44 : 1.μικρό κυρτό, σκληρό σύρμα που καταλήγει σε αιχμή και χρησιμοποιείται στο ψάρεμα: Δόλωσε τ΄ αγκίστρια κι έριξε την πετονιά. || Mουστάκι σαν ~. ΦΡ πιάστηκε στ΄ ~, στην παγίδα. 2. (οικ.) άγκιστρο1.
[μσν. αγκίστρι(ν) < ελνστ. ἀγκίστριον υποκορ. του αρχ. ἄγκιστρον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκίστρι [aŋɟístri] το,
- ① fish. fishhook:
- ψαρεύω με τ' ~ |
- ρίχνω τ' ~ cast the fishhook |
- ταΐζω τ' ~ bait the hook |
- το ψάρι τσίμπησε τ' ~ the fish took the hook |
- μουστάκι σαν ~ |
- πιάνω στ' ~ I hook the fish; fig τον πιάνω στ' ~ I bait him |
- πιάστηκε στ' ~
- ⓐ fig it took the hook, was hooked
- ⓑ fig he was hooked, he was trapped:
- αχ, πώς με... κρατάς... στ' αγκίστρια σου (Plaskovitis) |
- να μαζέψω για τ' ~ της τα πιο καλά δολώματα για τα μικρά πετρόψαρα (Myriv)
- ② hook for ensnaring birds:
- το πουλί πιάστηκε στ' ~ |
- στήνω ~ set a snare
[fr late MG αγκίστριν ← K ἀγκίστριον, der of ἄγκιστρον]
- ① fish. fishhook:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκιστριά [aŋɟistrjá] η, fish.
- casting of the fishhook into the water:
- με μια ~ έπιασε δυο ψάρια
[fr MG *αγκιστρέα, der of άγκιστρον or αγκίστριν, as shown by dial ModG αγκιστρέα]
- casting of the fishhook into the water:
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκίστριν το.
-
- Aγκίστρι:
- (Σαχλ. A´ M 219).
[μτγν. ουσ. αγκίστριον. T. ‑ι στο Meursius (αγγ‑) και σήμ.]
- Aγκίστρι: