Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγκίδα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγκίδα η [angíδa] & αγκίθα η [angíθa] Ο26 : πάρα πολύ μικρό και λεπτό κομμάτι ξύλου μυτερό σαν καρφίτσα: Tο ξύλο είναι γεμάτο αγκίδες. Mπήκε μια ~ στο νύχι μου.

[μσν. αγκίδα < αρχ. ἀκίς, αιτ. -ίδα `βελόνα, αγκίδα΄ με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ή παρετυμ. αγκυλώνω, αγκίστρι· αγκίθα: επίδρ. του αγκάθι]

[Λεξικό Κριαρά]
αγκίδα η,
βλ. ακίδα.
[Λεξικό Γεωργακά]
αγκίδα [aŋɟí∂a] η,
  • ① sharp piece of wood, splinter (syn σκλήθρα):
    • μπήκε μια ~ στο νύχι or στη φτέρνα |
    • το ξύλο είναι γεμάτο αγκίδες |
    • σφηνωμένο σαν ~ |
    • poem κάποτε μια ~ μπήγεται στο χέρι σου (ThFrangop)
  • ② barb of a hook
  • ③ fig trouble, annoyance (syn ενοχλητικό πρόσωπο):
    • μας έγινε ~ he became bothersome to us
  • ⓐ region. a very small quantity or slice or drop:
    • μιαν ~ τυρί, μια ~ νερό
  • ④ region. paronychia (syn αγκάθι 3b, παρωνυχίδα)

[fr late MG αγκίδα ← MG ακίδα (also dial ModG) ← K, AG ἀκίς 'needle; splinter']

[Λεξικό Γεωργακά]
αγκιδάκι [aŋɟi∂áci] το,
  • little splinter

[der of αγκίδα or αγκίδι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες