Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγκάλιασμα το [aŋgálazma] Ο49 : η ενέργεια του αγκαλιάζω· περίπτυξη: T΄ αγκαλιάσματα των μεταναστών με τους συγγενείς τους στο σταθμό. Ερωτικό ~. Tο θανατηφόρο ~ του φιδιού. || (μτφ.): H Kρήτη αντιστάθηκε στο ~ του Iσλάμ.
[μσν. αγκάλιασμα < αγκαλιασ- (αγκαλιάζω) -μα (πρβ. αρχ. ἀγκάλισμα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκάλιασμα το.
-
- Περίπτυξη, αγκάλιασμα:
- άνοστα και κακόχνωτα είν’ τ’ αγκαλιάσματά του (Περί γέρ. 60).
[<αόρ. του αγκαλιάζω + κατάλ. ‑μα. H λ. στο Βλάχ. (‑λλ‑) και σήμ.]
- Περίπτυξη, αγκάλιασμα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκάλιασμα [aŋgáljazma] το,
- ① hugging, embrace:
- με δέχτηκε με αγκαλιάσματα και φιλιά |
- συζυγικό ~ |
- prov του γέρου τ' αγκαλιάσματα | τύφλες, μούντζες και σαλιάσματα |
- χωρίς να το καταλάβω, το πάλεμα γίνουνταν ~ (Kazantz) |
- τα χείλια της ζητούσανε φιλιά και το κορμί της ~ (Moatsou-V) |
- folks. κι αυτό δεν είναι τσάκισμα, | μόν' είν' αντρός ~ |
- poem έψαλ' ο Άγγλος ο τυφλός | τ' αγκαλιάσματα τα πρώτα | που έδωσ' άντρας γυναικός (Solom) |
- πνίγει το δέντρο κι ο κισσός με τ' αγκαλιάσματά του (Valaor)
- ② fig encircling, hugging:
- (κατόρθωσε) η Kρήτη ν' αντισταθή... στο θανάσιμο ~ του μουσουλμανικού κόσμου (Katrakis) |
- archit έτσι δημιουργείται... ένα ~ αλλεπάλληλων επιπέδων (NVasileiadis) |
- poem... της δίνεται όλο | να χαίρεται το ~ τ' άχανο του πελάγου | και τ' ουρανού (Palam)
- ③ adoption:
- η εθνική αποκατάσταση, ~ του πιο μεγάλου ιδανικού της φυλής (Palam) |
- να προχωρήση προς το ~ ενός καινούργιου οράματος του κόσμου (Chatzinis) |
- το άρθρο... ήταν μια ακόμη ισχυρότερη παρακίνηση για το δυνατότερο ~ της δημοτικής γλώσσας (Chourmouzios)
- ⓐ acceptance:
- υποδοχές όταν μας έρχωνται (οι άξιοι καλλιτένες), το ~ του κοινού, οι επίσημες εκδηλώσεις
[fr late MG αγκάλιασμα, der of αγκαλιάζω]
- ① hugging, embrace: