Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγκάθι το [aŋgáθi] Ο44 : 1α.σκληρή μυτερή απόφυση, που μοιάζει με βελόνα, στα φύλλα, στα κλαδιά ή στον κορμό ενός φυτού: Tσιμπήθηκα στ΄ αγκάθια της τριανταφυλλιάς. || (επέκτ., πληθ.) φυτό με αγκάθια: Παραμέρισε τα αγκάθια που είχαν σκεπάσει το φράχτη. β. παρόμοια απόφυση στη ραχοκοκαλιά του ψαριού· κόκαλο: Εκεί που έτρωγα, μου στάθηκε ένα ~ στο λαιμό και κόντεψα να πνιγώ. T΄ αγκάθια του σκορπιού έχουν δηλητήριο, γι΄ αυτό πρόσεχε πολύ όταν τον καθαρίζεις. || Πάτησα έναν αχινό και μπήκαν τα αγκάθια στη φτέρνα μου. γ. μυτερή προεξοχή: Tα αγκάθια στο σύρμα της περίφραξης. 2. (μτφ.) πρόβλημα, θέμα δύσκολο και ενοχλητικό: Mη σας είναι ο ξένος πλούτος ένα ~ στην καρδιά. H πεθερά είναι το ~ στη σχέση του νέου ζευγαριού. Ο δρόμος της ζωής είναι γεμάτος αγκάθια και τριβόλια. ΦΡ κάθομαι στ΄ αγκάθια, ανησυχώ, αδημονώ· ΣYN ΦΡ κάθομαι σ΄ αναμμένα κάρβουνα. τι γυρεύεις / πού πας ξυπόλυτος στ΄ αγκάθια; ΠAΡ Aπό ρόδο* βγαίνει ~ κι από ~ βγαίνει ρόδο.
αγκαθάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. 1. αγκάθα η MΕ ΓΕΘ στη σημ. 1. αγκαθάρα η MΕΓΕΘ στη σημ. 1. [μσν. αγκάθι < ακάθιν με ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] ή παρετυμ. αγκυλώνω, αγκίστρι < αρχ. ἀκάνθιον (με αφομ. [nθ > θθ] και απλοπ. του διπλού συμφ. [θθ > θ] ) υποκορ. του ἄκανθα· μσν. αγκάθα < αγκάθ(ι) μεγεθ. -α· αγκάθ(α) -άρα]
- αγκάθι το· αγκάνθι· ακάνθιν· ακάθι.
-
- 1) Aγκάθι:
- δίχως τ’ αγκάθια τους αθθούς εγκλέγει (Kυπρ. ερωτ. 428).
- 2) Aγκαθωτό φυτό:
- αγκάθι και τριβόλι να φυτρώσει εσέν (Πεντ. Γέν. III 18).
[<αρχ. ουσ. ακάνθιον. Τ. ακάθιν στο Meursius (‑θθ‑). H λ. στο Du Cange και σήμ.]
- 1) Aγκάθι:
- αγκάθι [aŋgáθi] το,
- ① thorn:
- στεφάνι από αγκάθια crown of thorns (syn αγκαθερό στεφάνι) |
- prov phr κάθομαι στ' αγκάθια I am on pins and needles (syn είμαι ανήσυχος, αδημονώ) |
- τι γυρεύεις ξυπόλυτος στ' αγκάθια; one should not expose himself to risks |
- prov απ' ~ βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει ~ fine parents may have bad offspring and vice versa, like does not necessarily come fr like |
- ας τον ακολουθήσωμε... σ' αυτό το δρόμο τον γεμάτο αγκάθια και τριβόλους (Roussos) |
- το βιολετί λουλούδι του αγκαθιού (Panagiotop) |
- folks. λουλούδι σ' είχα στην καρδιά και μου 'γινες ~ (Theros) |
- poem τόνε ζώσαν αγκάθια και τριβόλοι (Palam) |
- βαστάξαμε κι αγκάθια εμείς και καταφρόνια, για να 'χετε σεις τ' άνθη και τις μοσχοβολιές (id.)
- ② spine:
- folkt το ψάρι έχει αγκάθια και θα τσιμπηθώ
- ③ med whitlow, felon:
- έβγαλα ~
- ⓐ paronychia (syn αγκίδα 4, παρανυχίδα, L παρωνυχίδα)
- ④ annoying thing, annoyance, suffering, pain:
- το ~ της γυναίκας είναι η γλώσσα (Vrettakos) |
- οι συντρόφοι του τον κλάψαν... σαράντα μέρες υστερότερα, που του κάναν το μνημόσυνο, το ~ το 'χαν ακόμα στην καρδιά (Prevelakis) |
- poem μη σας είναι ο ξένος πλούτος | έν' ~ στην καρδιά (Markoras)
[fr late MG αγκάθι (nasal in -nθ- influenced by assim ak- into ank- ang in most ModG dials) ← MG ακάθι ← ακάνθιν ← K, AG ἀκάνθιον; cf Bovese akaθθi, Pontic ἀχάντιν, Mod.Cypr. αγκάττιν, and αγκάθινος ← AG ἀκάνθινος]
- ① thorn:
- αγκαθιά η [aŋgaθxá] Ο24 : βάτος, θάμνος με αγκάθια και με επέκταση, τόπος γεμάτος αγκάθια.
[ελνστ. ἀκανθέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και κατά την εξέλ. ακάνθιον > αγκάθι (-έα > -ιά)]
- αγκαθιά [aŋgaθjá] η,
- thornbush (such as eryngium):
- ο τόπος... ήταν σκλαβωμένος... είχε γίνει ρουμάνι, βάλτος, ~ (Makryg) |
- γίνηκε ο κάμπος πέρα ως πέρα μια ~ (Vlachogiannis) |
- δεν ξέρω αν... στον απότομο και ψηλό λόφο που είχε κτισθή (το Tίρνοβο) υπήρχαν πυκνές αγκαθιές (Melas) |
- folks. (ο έρωτας) μόν' είναι βάτος μ' αγκαθιές κι αλίμονό σου αν μπλέξης |
- poem ανηφορίσματα ιερά, σε βάτους μέσα και αγκαθιές (Malakasis)
[fr late K ἀκανθέα 'Spanish broom' (3rd c. AD) and 'thorn' (6th, 8th c.)]
- thornbush (such as eryngium):
- αγκαθιάζω [aŋgaθjázo] ppp αγκαθιασμένος
- ① trans sting, prick w. a thorn
- ② intr be filled w. thorns:
- αγκάθιασε ο κήπος, το χωράφι |
- αγκαθιασμένο χωράφι field full of thorn
[der of αγκάθι]
- αγκάθινος -η -ο [aŋgáθinos] Ε5 : φτιαγμένος από αγκάθια: Aγκάθινο στεφάνι.
[λόγ. < ελνστ. ἀκάνθινος με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το ακάνθιον > αγκάθι]
- αγκάθινος, -η, -ο [aŋgáθinos] region.
- made of thorns (syn αγκαθένιος, αγκαθερός):
- ο οδηγός με το αγκάθινο στεφάνι που στέκεται ορόσημο αψηλά (Kazantz) |
- poem κάκτος ~ πληθαίνει στο κορμί μου ο πυρετός (Koulouris)
[fr ακάνθινος, q.v.; cf NT ἀκάνθινος στέφανος]
- made of thorns (syn αγκαθένιος, αγκαθερός):
- αγκαθίτης [aŋgaθítis] ο, region.
- edible mushroom Lycoperdon growing at the roots of thorn (syn αγκαθομανίταρο)
[fr μύκης *ακανθίτης]
- αγκαθιώνας ο [aŋgaθxónas] Ο2 : τόπος γεμάτος αγκάθια.
[ελνστ. ἀκανθεών, αιτ. -εώνα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και κατά την εξέλ. ακάνθιον > αγκάθι]