Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αγκάθα η.
-
- Mεγάλο αγκάθι:
- (Eρωτόκρ. Δ´ 582).
[<ουσ. αγκάθι + κατάλ. ‑α. H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Mεγάλο αγκάθι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκάθα [aŋgáθa] η,
- ① large thorn (syn μεγάλο αγκάθι):
- παίρνει μιαν ~ από μια αστουβή (Loukatos)
- ② region. spine (syn σπονδυλική στήλη, ραχοκοκκαλιά)
[fr postmed αγκάθα ← augmentat. of αγκάθι]
- ① large thorn (syn μεγάλο αγκάθι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγκαθάκι [aŋgaθáci] το,
- small thorn, spinule:
- μου μπήκε ένα ~ στο δάχτυλο |
- και έβλεπε... ως και εκείνα τα γαλαζωπά τα αγκαθάκια που εφυτρώνανε γύρω (SPasagiannis) |
- poem σαν τ' ~ στ' απριλιάτικο τριαντάφυλλο (GTsoutis)
[der of αγκάθι]
- small thorn, spinule: