Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αγιόκλημα το [ajóklima] Ο49 : αναρριχητικός καλλωπιστικός θάμνος με κιτρινωπά συνήθ. λουλούδια: Mοσκοβολάνε οι γαζίες και τ΄ αγιοκλήματα.
[μσν. αγιόκλημα < αιγόκλημα παρετυμ. αγιο- (ίσως επειδή από τα φύλλα του κάνουν στεφάνια)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιόκλημα [ayóklima] το, bot
- ① Lonicera caprifolium, honeysuckle, (syn αγιόφυλλο):
- τ' ~ της αυλής |
- μπερντέδες από αρκουδόβατους και αγιοκλήματα (Myriv) |
- λεβέντικα τραγούδια που μύριζαν ~ και ρετσίνι (LAkritas) |
- οι γαζίες και τ' αγιοκλήματα μοσκοβολάνε (Vlami) |
- folks. να πας στην Πόλη και να 'ρθης, | να φέρης κλήμ' ~ |
- poem εσείς κιτριές νυφούλες κι αγιοκλήματα (Palam) |
- κ' εσύ ~, χαρά στην ευωδιά σου (Malakasis)
- ② region. Lonicera Etrusca
[the postmed word folket w. άγιο- fr 'γόκλημα ← αιγόκλημα; cf syn αγιόφυλλο fr *αιγόφυλλον 'caprifolium']
- ① Lonicera caprifolium, honeysuckle, (syn αγιόφυλλο):