Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aγιοταφίτης ο [ajotafítis] Ο10 : μέλος της μοναστικής αδελφότητας του Πανάγιου Tάφου.
[άγι(ος) -ο- Τάφ(ος) -ίτης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αγιοταφίτης [ayiotafítis] ο, αγιοταφίτισσα [ayiotafítisa] η,
- member of the Brotherhood of the Holy Sepulchre
- ⓐ monk or clergyman of the Holy Land
- ⓑ pilgrim to the Holy Sepulchre (syn προσκυνητής του Aγίου Tάφου)
[der of Άγιος Tάφος]