Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγιοσύνη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αγιοσύνη η [ajiosíni] Ο30α : αγιότητα.

[λόγ. < ελνστ. ἁγιωσύνη (ορθογρ. κατά το επίθημα -οσύνη)]

[Λεξικό Κριαρά]
αγιοσύνη η.
  • 1) H ιδιότητα του αγίου:
    • (Iστ. Bλαχ. 1850).
  • 2) Ως τιμητική προσηγορία αξιωματούχων της Eκκλησίας:
    • Aφέντη, να ξεύρει η αγιοσύνη σου … (Mαχ. 9417).

[μτγν. ουσ. αγιωσύνη. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αγιοσύνη [ayosíni] η, (sp. also αγιωσύνη)
:
  • έχει ως ιδανικό την ~ |
  • πήρε το δρόμο της αρετής και της αγιοσύνης |
  • ο αβάς ετούτος... ήταν ξακουστός για την ~ του (Kazantz) |
  • η μορφή του έχει... έναν αέρα αγιοσύνης (Theotokas) |
  • ο θρησκευτικός ασκητισμός κατά βάθος παρατιέται από κάθε παιδεία και αποζητάει την ~ (Theodorakop) |
  • ήταν... η αποκαθηλωμένη ανθρώπινη ψυχή, λεύτερη τώρα κι από τις αγιοσύνες κι από τα κρίματα (Vlami) |
  • poem και μ' όσα χρώματα καλεί του τόπου η ~ (Palam) |
  • κι ο νους μου και η ψυχή μου και η ανάσα μου | από την ~ σου γεμάτα είναι, μητέρα (Zevgoli)
  • ① Holiness, as a title of address of religious dignitaries:
    • (syn αγιότητα 2) |
    • η ~ σου καλά τα λέει |
    • πρέπει να φέρω και την αγιοσύνην του εδώ να μιλήση με τους πατριώτες του (Makryg) |
    • (μπαίνοντας με το δεσπότη) καλώς μας ήρθε η ~ σου να βλογήση το έργο που πιάσαμε (Rotas) |
    • folks. για σήκ' η ~ σου να ψάλης, να σημάνης

[fr MG αγιωσύνη ← K ἁγιωσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες